Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Το χιούμορ και το γέλιο: Το νέκταρ της ζωής

ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΛΙΟ: ΤΟ ΝΕΚΤΑΡ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
                                                                                                       Παπατσίρος Απόστολος                                                                                                                              φιλόλογος
     Αν προσπαθούσαμε να αποδώσουμε στα ελληνικά την αγγλική λέξη χιούμορ (humor) θα λέγαμε ότι είναι ένας αστεϊσμός τις περισσότερες φορές πνευματώδης ή ένας αυτοσαρκασμός με διάθεση άλλοτε περιπαικτική ή και ειρωνική. Η λέξη πιθανότατα παράγεται από το ελληνικό χυμός γιατί συνδέεται με τους χυμούς του σώματος (εκκρίσεις) που προκαλεί το γέλιο. Το γέλιο είναι η ζωγραφισμένη χαρά στο πρόσωπό μας, μια ανάλαφρη ή ζωηρή μυϊκή σύσπαση που προκαλείται αυθόρμητα από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα. Άλλοτε απλώς χαμογελάμε (μειδίαμα) και άλλοτε γελάμε δυνατά ή και ξεκαρδιζόμαστε κρατώντας την κοιλιά μας, ανάλογα με το πόσο αστείο ή κωμικό είναι αυτό που βλέπουμε, ακούμε ή θυμούμαστε κάθε φορά. Όπως κι αν είναι, το γέλιο είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, δηλωτικό της ψυχοσύνθεσης και της διάθεσης μας σε καθημερινή βάση.

Η ιστορία του χιούμορ:

    Δε γνωρίζουμε αν ο προϊστορικός άνθρωπος είχε χιούμορ, γιατί αυτό είναι συνδεδεμένο με τη γλώσσα και γλώσσα δεν υπήρχε. Το σίγουρο όμως είναι ότι γελούσε και θα γελούσε δυνατά σε μια προσπάθεια καλύτερης επικοινωνίας με τους άλλους. Την ίδια συμπεριφορά έχουν οι πίθηκοι και πολλά άλλα ζώα. Η ιστορία του χιούμορ χάνεται στο πέρασμα των αιώνων, οπότε θα περιοριστούμε στους ιστορικούς χρόνους και θα στηριχθούμε σε κείμενα που μαρτυρούν την ύπαρξή του.

Αρχαία Ελλάδα:

    Οι αρχαίοι Έλληνες απολάμβαναν την ευτράπελη όψη της ζωής και επιζητούσαν με κάθε τρόπο το γέλιο και τη δημόσια διασκέδαση γιατί διέθεταν ασφαλώς πολύ χιούμορ. Λάτρευαν τον Διόνυσο, το θεό του κρασιού, του κεφιού και της χαράς, διασκέδαζαν ως εύθυμοι κωμαστές στα συμπόσια και για να προκαλούν το γέλιο μετείχαν ως μεταμφιεσμένοι (σάτυροι) στις γιορτές του (Διονύσια) με πειράγματα (σκώμματα), όπως έκαναν και οι γυναίκες της Αθήνας στην πομπή των Ελευσίνιων μυστηρίων, που έλεγαν στους θεατές διάφορα φαιδρολογήματα, ¨τα εξ αμάξης¨. Ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης δίδασκε με αστεϊσμούς και λογοπαίγνια, κι έψαχνε όλη μέρα τη χαμένη ανθρωπιά με το φανάρι (Άνθρωπο ζητώ). Ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του δε διακωμωδούσε απλώς ανθρώπινους χαρακτήρες ή καταστάσεις της ζωής, αλλά σατίριζε κιόλας υπαρκτά πρόσωπα της εποχής του (Σωκράτης, Κλέων κα.) χωρίς να προκαλεί την αντίδρασή τους. Χιούμορ είχαν και οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι εξάλλου φημίζονταν και για τις αποφθεγματικές τους απαντήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση ενός από τους 300, του Διηνέκη, που όταν κάποιος Τραχίνιος του είπε πως τα βέλη των Περσών θα είναι τόσα πολλά, που θα κρύψουνε τον ήλιο, εκείνος είπε «ωραία τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιάν». Ακόμα και μαύρο χιούμορ δηλαδή μακάβριο, έκαναν οι αρχαίοι, όπως όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου και ενώ κάποιοι πανηγύριζαν, ο ρήτορας Δημάδης τους είπε να μην το πιστέψουν αυτό, γιατί αν όντως είχε πεθάνει ο Αλέξανδρος, «τότε θα είχε μυρίσει η οικουμένη από τον νεκρό»!

Νεότερη ιστορία:

    Συνεχιστής της παράδοσης του Αριστοφάνη θα είναι ο Μένανδρος, με τη ¨Νέα κωμωδία¨ και αυτός με τη σειρά του θα επηρεάσει τους Ρωμαίους ποιητές Πλαύτο και Τερέντιο στη Δύση. Κατά τη σκοτεινή περίοδο του μεσαίωνα οι άνθρωποι, επηρεασμένοι κυρίως από το θρησκευτικό συντηρητισμό, γελούν λιγότερο. Γελωτοποιοί (σαλτιμπάγκοι) προσφέρουν γέλιο σε βασιλείς και αυλικούς, ενώ τα δημόσια θεάματα περιορίζονται σε μασκαράτες και αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις. Στη Γαλλία του 17ου αι. ο Λαφονταίν συνεχίζει την παράδοση του Αισώπου με μύθους για τα ζώα, που αντανακλούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ο Μολιέρος δημιουργεί τους μοναδικούς κωμικούς χαρακτήρες του ¨Φιλάργυρου¨, του ¨κατά φαντασίαν ασθενή¨ κα. Οι Άγγλοι υπερηφανεύονται, και όχι άδικα, ότι αυτοί επινόησαν το φλεγματικό χιούμορ από την εποχή του Σαίξπηρ, τον 17ο αι, ενώ ο όρος παγιώθηκε τον 18οαι και κυρίως τον 19ο αι, τη βικτωριανή δηλαδή εποχή. Έτσι εξέφραζαν το ειρωνικό (σνομπ) πνεύμα ή τη σκωπτική τους διάθεση να αστειευτούν ψυχρά, να προκαλέσουν ευθυμία με την ευφυολογία ή τον κυνισμό τους. Κάθε στίχος του Σαίξπηρ είναι κι απόφθεγμα: ¨Από το σοβαρό στο γελοίο, η απόσταση είναι μικρή. Από το γελοίο όμως στο σοβαρό, η απόσταση είναι τεράστια¨. Ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν γνωστός για το χιούμορ αυτό και τους αφορισμούς του: ¨Κυνικός είναι αυτός που ξέρει την τιμή όλων των πραγμάτων, αλλά την αξία κανενός¨. Ο Τσώρτσιλ έλεγε ότι ¨ένα αστείο είναι κάτι πολύ σοβαρό¨ και ήξερε καλά την τέχνη του χιούμορ στην πολιτική.

Το χιούμορ στην πολιτική:

    Το χιούμορ είναι ένας ευρηματικός κι ανάλαφρος τρόπος επικοινωνίας, κι αυτό το γνωρίζουν οι πολιτικοί που προσπαθούν να κάνουν χιούμορ για να σπάσουν τη μονοτονία του αυστηρού πολιτικού λόγου ή το τυπικό πρωτόκολλο της Βουλής, όπως συνηθίζουν και στην ιδιωτική τους ζωή. Το χιούμορ τους ανεβάζει και στην εκτίμηση των ψηφοφόρων τους γιατί ο λαός αγαπά την ευθυμία και απεχθάνεται τη σοβαροφάνεια και το φορμαλισμό των πολιτικών με το άκαμπτο στυλ ή την ¨ξύλινη γλώσσα¨. Έτσι όποιος πολιτικός θέλει να τον θαυμάζουν οι ψηφοφόροι του για την ευστροφία του και να τον αποδέχονται ακόμα και οι πολιτικοί του αντίπαλοι, επιστρατεύει το χιούμορ ως μέσο πηγαίας έκφρασης ή συναισθηματικής αντίδρασης και κερδίζει τις εντυπώσεις. Με χιούμορ ο Γεώργιος Παπανδρέου πρόσθεσε στο σύνθημα της Χούντας του ’67 «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» το «Καθολικώς Διαμαρτυρόμενων», ενώ ο σπουδαίος για το χιούμορ του Αθ. Κανελλόπουλος, έλεγε πως «το γέλιο είναι η συντομότερη απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους».

Το χιούμορ στην εκπαίδευση:

    O καλός δάσκαλος ξέρει να κάνει χιούμορ, να λέει κι αστεία για να γελάνε τα παιδιά στην τάξη, γιατί διαφορετικά αυτά βαριούνται το μάθημα και τον ίδιο το δάσκαλο, όσο καλός κι αν είναι. Το μάθημα έχει ενδιαφέρον αν μπορείς να ενεργοποιήσεις τους μαθητές σου, να τους προκαλέσεις ευχάριστα συναισθήματα και πνευματικά ερεθίσματα, οπότε και μια αστεία έκφραση ή γκριμάτσα, μια αστεία κίνηση ή μίμηση μπορεί να ¨ξυπνήσει¨ και τους πιο αδιάφορους ή αγέλαστους μαθητές. Έτσι γίνεται πιο εύκολη η επικοινωνία μαζί τους και βεβαίως η μετάδοση γνώσης ή εμπειρίας. Πολλοί μαθητές πάλι μιμούνται τον δάσκαλό τους και προσπαθούν να πουν με χιούμορ κάτι έξυπνο ή ευχάριστο για να προκαλέσουν το γέλιο και να γίνουν επίκεντρο της προσοχής των άλλων. Το γέλιο διώχνει τον φόβο, προκαλεί τον διάλογο και την ευθυμία στην τάξη επομένως ψυχαγωγεί αλλά και κοινωνικοποιεί τους μαθητές γιατί τους αυξάνει τη διάθεση συμμετοχής και η ατμόσφαιρα γίνεται φιλική κι ευχάριστη. Αυτό είναι και το κατάλληλο παιδαγωγικά κλίμα για να αποδώσει η προσπάθεια του δασκάλου ορατά αποτελέσματα. Έτσι το μάθημα γίνεται ξεκούραστο και όλη η τάξη μοιάζει με συμφωνική ορχήστρα με τον δάσκαλο ¨μαέστρο¨.

Το χιούμορ στον Τύπο:

    Όταν μιλάμε για το χιούμορ στον Τύπο, το μυαλό μας πάει αμέσως στις γελοιογραφίες, αν και υπάρχουν και ειδικές στήλες ή σχόλια που προκαλούν συχνά το γέλιο. Παλιότερα υπήρχαν τα χρονογραφήματα που είχαν εύθυμο περιεχόμενο, όπως και σειρές κόμικς, που άρεσαν πολύ στον κόσμο και ήταν η αιτία να πουλάνε οι εφημερίδες περισσότερα φύλλα. Σπουδαίοι χρονογράφοι και ευθυμογράφοι ήταν ο Δημήτρης Ψαθάς, αλλά και ο Φρέντυ Γερμανός, ο οποίος έλεγε με πολύ χιούμορ ότι «η τηλεόραση δεν πρόκειται ποτέ να αντικαταστήσει τις εφημερίδες! Τι μπορείς να τυλίξεις σε μια ...τηλεόραση;» Η γελοιογραφία πάντως ήταν η πιο αστεία και διασκεδαστική πλευρά της ειδησιογραφίας, που αποτύπωνε την επικαιρότητα κατά τρόπο μοναδικά έξυπνο και σύντομο, με μια εικόνα-σκίτσο δηλαδή και μια λεζάντα. Η γελοιογραφία είναι μια μορφή τέχνης, όχι τόσο ως προς το ιχνογράφημά της, όσο ως προς το ευφάνταστο και εύληπτο μήνυμά της. Οι γελοιογράφοι είναι κι αυτοί δημοσιογράφοι, γιατί κάνουν κριτική, αιχμηρό σχόλιο, διακωμωδούν την πολιτική και κοινωνική κατάσταση του καιρού τους, αλλά μπορούν να θεωρηθούν και καλλιτέχνες και συγγραφείς ακόμα γιατί το χιούμορ τους είναι διεισδυτικό και ή αισθητική τους απαράμιλλη.

 
Γιατί το χιούμορ κάνει τη ζωή μας καλύτερη:

    Το χιούμορ είναι μια μορφή συναισθηματικής νοημοσύνης για τον άνθρωπο και αποκαλύπτει μια πτυχή του χαρακτήρα του, που τον κάνει ξεχωριστό και ιδιαίτερα αγαπητό στους άλλους. Ο άνθρωπος που έχει χιούμορ δε γίνεται ποτέ βαρετός, γιατί έχει πάντα έναν τρόπο να λέει κάτι έξυπνο κι αστείο ταυτόχρονα και να δημιουργεί ευχάριστο κλίμα στους άλλους. Έτσι δεν πλήττει κι ο ίδιος και νιώθει μια ικανοποίηση γιατί μπορεί ν’ αλλάζει, με τη διάθεση χαριτολογίας που έχει, την ψυχολογία τη δική του αλλά και των άλλων, ιδίως όταν υπάρχει κάποιας μορφής ψυχολογική πίεση στο χώρο εργασίας ή στο σπίτι. Μπορεί το χιούμορ να μην προκαλεί το γέλιο πάντα, αλλά να είναι ένα ευφυολόγημα ή ένας σαρκασμός, λεπτή ειρωνεία δηλαδή και να δείχνει τη σκωπτική ή περιπαικτική του διάθεση, πάντα στο πλαίσιο της συζήτησης και στα όρια της ευπρέπειας. Όποιος κάνει χιούμορ, δέχεται και καλοπροαίρετα το χιούμορ των άλλων, εφόσον έχει αίσθηση του χιούμορ γενικά. Πάντως έτσι περνάει ωραία η μέρα στη δουλειά ή στο σπίτι και οι άνθρωποι δυναμώνουν τη φιλία τους ή τις κοινωνικές τους σχέσεις γενικότερα, νιώθουν μεγαλύτερη οικειότητα μεταξύ τους και αποδίδουν περισσότερο.

Το γέλιο κάνει καλό στην υγεία μας:

   Το γέλιο είναι το καλύτερο αγχολυτικό φάρμακο για τον άνθρωπο και το κυριότερο είναι μεταδοτικό γιατί γελάμε πολλές φορές με τους άλλους, που γελάνε, κι ας μην ξέρουμε το λόγο. Μπορεί η αντίδραση αυτή να είναι ενστικτώδης, αλλά συνήθως γελάμε επειδή θεωρούμε κάτι γελοίο ή βλέπουμε κάτι πολύ κωμικό. Ενεργοποιούμε δηλαδή τις αισθήσεις μας γι αυτό και πρώτα απ’ όλα το μυαλό μας, το οποίο διεγείρει τους νευρώνες και αυτοί με τη σειρά τους, τους μυς στα ζυγωματικά μας, που κοκκινίζουν κιόλας. Ανάλογα με την ένταση και τη διάρκεια του γέλιου -που ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο- αυξάνονται οι αναπνοές και οι παλμοί της καρδιάς, σφίγγουν οι κοιλιακοί μύες και χαλαρώνει εντελώς το υπόλοιπο σώμα, σχεδόν παραλύει, εξ ού και η φράση ¨λύθηκα στα γέλια¨. Ο άνθρωπος έτσι νιώθει ευφορία, ξεχνά τα προβλήματα και τις στενόχωρες σκέψεις, διώχνει το συσσωρευμένο στρες, χαίρεται κι απολαμβάνει τη ζωή. Η θεραπευτική αξία του γέλιου φαίνεται κι από το γεγονός ότι υπάρχουν ήδη και ¨Κλινικές γέλιου¨ -θεσμός διαδεδομένος στο εξωτερικό- που προσφέρουν θεραπεία γέλιου σε όσους έχουν χάσει το χαμόγελό τους ή τη θετική τους ενέργεια στη ζωή.

Ανέκδοτα και λαϊκά δρώμενα γέλιου:

   Ο λαϊκός μας πολιτισμός έχει πολλά στοιχεία ευθυμίας και εκδηλώσεις χαράς που προκαλούσαν και προκαλούν το γέλιο στους ανθρώπους. Οι φύσει αισιόδοξοι Έλληνες, πάντα κατανοούσαν την ανάγκη να γελάνε, γι’ αυτό έλεγαν ¨χωρατά¨ και αστείες παροιμίες, επινοούσαν σκωπτικά ανέκδοτα, τραγουδούσαν σατιρικά τραγούδια και συμμετείχαν σε λαϊκά δρώμενα, όπως αυτά της Αποκριάς για να γελάνε με την ψυχή τους. Τα ανέκδοτα ήταν λαϊκές αφηγήσεις με εύθυμο χαρακτήρα ή αστείες ιστορίες, που θύμιζαν τα παραμύθια. Κάποια μάλιστα που σατίριζαν ορισμένες εθνοτικές ομάδες, όπως οι Πόντιοι, επινοήθηκαν από τους ίδιους και την ανάγκη διατήρησης όχι μόνο της πολιτιστικής τους ταυτότητας, αλλά και της εθνικής τους ενότητας. Εξάλλου ανάλογα ανέκδοτα λέγονταν στην αρχαιότητα για τους Αβδηρίτες, τους Συβαρίτες κα. Άφθονο γέλιο σκορπούσαν τα κατά τόπους έθιμα της Αποκριάς (βλάχικος γάμος) με τα σατιρικά τραγούδια και ανάλογες γιορτές με μεταμφιεσμένους διασκεδαστές (Καλικάντζαροι, μωμόγεροι, μπούλες, κουδουνάτοι κ.α) όπως δηλαδή συνέβαινε στις αρχαίες διονυσιακές τελετές. Το γέλιο επίσης προκαλούσαν και προκαλούν πολλές παροιμίες, που διατυπώνονταν με χιούμορ ή αθυροστομία και αποτελούν δείγματα λαϊκής σοφίας. Ακόμα δεν πρέπει να ξεχνάμε τα θεάματα γέλιου, όπως οι παραστάσεις κουκλοθέατρου και Καραγκιόζη, που ήταν γνήσια λαϊκή τέχνη και ψυχαγωγία. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στη λογοτεχνική διάσταση του γέλιου με τα σκώμματα και τα σατιρικά ποιήματα ποιητών όπως ο Παλαμάς (σατιρικά γυμνάσματα), ο Σουρής και ιδίως ο Λασκαράτος, ο οποίος μάλιστα πλήρωσε με αφορισμό το καυστικό του χιούμορ για τον κλήρο και την υποκρισία της εποχής του.

Βιομηχανία γέλιου:

    Ο κινηματογράφος αναμφισβήτητα, από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης, πρόσφερε περισσότερο μαζικά το γέλιο σ’ όλο τον κόσμο. Από τα χρόνια του βουβού κινηματογράφου ακόμα, οι κωμωδίες ήταν το πιο δημοφιλές και εμπορικό είδος, που έκανε τον κόσμο να γελά και να διασκεδάζει με την ψυχή του. Έτσι το γέλιο αγκάλιασε την οικουμένη και έγινε πηγή χαράς και ελπίδας για έναν κόσμο καλύτερο, ιδίως μετά από δύο Παγκοσμίους πολέμους. Οι αγαπημένοι κωμικοί ήρωες, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν (Σαρλό), οι Όλιβερ Χάρντι και Σταν Λόρελ (Χονδρός-Λιγνός), ο Μπάστερ Κήτον, ο Χάρολντ Λόιντ και άλλοι εξέφραζαν μοναδικά ευγενικά συναισθήματα σ’ έναν κόσμο που μεταβαλλόταν βίαια από τους πολέμους, αλλά και από την τεχνολογική επανάσταση με τη βιομηχανική παραγωγή αγαθών. Ο άνθρωπος όμως που έμελλε να αλλάξει την ιστορία του κινηματογράφου ήταν ο Ουώλτ Ντίσνεϋ, ο παραμυθάς των κινουμένων σχεδίων και δημιουργός μιας νέας γενιάς ¨ηρώων¨ όπως ο Μίκυ Μάους, ο Ντόναλντ Ντάκ, ο Γκούφυ, ο Πλούτο κα. Μετά η τηλεόραση έφερε το γέλιο μέσα στο σπίτι μας και η ψυχαγωγία με πολλές κινηματογραφικές ταινίες και κωμικές σειρές έγινε πηγή οικογενειακής χαράς και ευτυχίας.

Συμπερασματικά:

    Ο άνθρωπος επινόησε το χιούμορ σαν ελιξίριο χαράς, σαν αντίδοτο στη θλίψη και τη δυστυχία της ζωής. Η φύση του είναι πλασμένη να χαίρεται και να γελά, να ζει τη μοναδικότητα της κάθε στιγμής ξεχωριστά. Γι αυτό λοιπόν όταν χαμογελάμε ή όταν μας πιάνουν τα γέλια ή γελάμε και μέχρι δακρύων, δεν εκφράζουμε μια εσωτερική μας ανάγκη μόνο, αλλά υπηρετούμε παράλληλα κι έναν κοινωνικό σκοπό· κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη και μεταδίδουμε τη χαρά μας στους άλλους. Το γέλιο μας είναι μεταδοτικό…



                                         
                                
                                                                                                                                   
Εις τον έρωτα

Έρωτα, αν θες να τάχωμε καλά,
στο σπίτι μου να μη ματαπατήσεις.
Άι που στο λέω...κι αν θέλεις να μ’ αφήσης
αναπαμένον, πάει πολύ καλά.
Εγώ μ’ έκαψεν η πρώτη κουμπαριά.
Κι αν εσύ τώρα δεν αποφασίσης
να πας στο Διάολο και να μη γυρίσης,
θάρθουμε καμιά μέρα στα χοντρά
μη σου μαδήσω εκείνες τσι φτερούγες,
Για δαύτο να με λείπης κουμπαρόπουλο,
και σε κάμω να σκούζεις σα γαλόπουλο,
και να τρέχης κουτσόφτερο τσι ρούγες.
Κι εκείνες τσι σαίτες οπού φέρεις,
σου τσι βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.
                                        Ανδρέας Λασκαράτος
                                                                     
                                                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου