Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γλωσσικά ατοπήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γλωσσικά ατοπήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Γλωσσικά ατοπήματα 4

Γλωσσικά ατοπήματα 4

                                                                             Παπατσίρος Απόστολος
                                                                                      φιλόλογος

   οι τυχόν υποψηφιότητες, η τυχόν ευθύνη, τα τυχόν θύματα και οι τυχόν απόψεις…

  Έχει γίνει συνήθεια πλέον ν' ακούμε συχνά αλλά και να διαβάζουμε στα έγγραφα από το Υπουργείο Παιδείας και όχι μόνο, το λόγιο επίρρημα τυχόν, το οποίο σημαίνει ίσως ή ενδεχομένως, να συνοδεύει διάφορα ουσιαστικά ως επιθετικός προσδιορισμός. Όσοι το λένε ή το γράφουν έτσι το ταυτίζουν δηλαδή με το επίθετο πιθανός, -ή, -ό οπότε αλλάζουν εκτός από τη συντακτική χρήση του και τη σημασία του. Δείτε ενδεικτικά:

…για τυχόν υποψηφιότητες εκπαιδευτικών, οι οποίοι υπηρετούν…
Η τυχόν απόφαση της τριμελούς Λυκειακής Επιτροπής για μηδενισμό…

   Το λάθος είναι άλλο ένα παράδειγμα γλωσσικής αυθαιρεσίας, που επειδή λεγόταν και ακουγόταν, ατυχώς πέρασε και στα νεότερα λεξικά ως ένας ακόμα νεολογισμός και μετά εδραιώθηκε. Το τυχόν ως αρχαίο επίρρημα είναι άκλιτη λέξη και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επέχει θέση ομοιόπτωτου προσδιορισμού, ως επίθετο δηλαδή -και μάλιστα έναρθρο- μπροστά από ουσιαστικό σε πρόταση. Βέβαια αυτοί που το χρησιμοποιούν ως επίθετο το αποδίδουν στη μετοχή Αορίστου β ΄ του τυγχάνω (ο τυχών, η τυχούσα, το τυχόν) η οποία όμως έχει διαφορετική σημασία (ο τυχαίος, -α, -ο ή ο κατά τύχη). Πώς λέμε ο πρώτος τυχών; Εκεί φαίνεται και η σημασία του όρου που είναι ο οποιοσδήποτε. Θα είχε ίσως νόημα να πεις για τυχόν πρόβλημα, αλλά όχι για τυχόν προβλήματα ή τυχόν συνέπειες. Τα προβλήματα είναι πιθανά ή ενδεχόμενα, όχι τυχαία, όπως και οι συνέπειες και οι υποψηφιότητες των εκπαιδευτικών ή οι αποφάσεις της Λυκειακής Επιτροπής είναι πιθανές ή ενδεχόμενες και καθόλου τυχαίες ή στην τύχη. Σκεφτείτε λέει η Λυκειακή Επιτροπή να αποφάσιζε στην τύχη ή όπως τύχει τι θα γινότανε…
   Το τυχόν ως επίρρημα συνήθως ακολουθεί το μήπως ή το αν και σημαίνει ίσως ή ενδεχομένως. Λέμε δηλαδή: μήπως τυχόν αργήσει, αν τυχόν τον συναντήσω, μην τυχόν και με πάρει ο ύπνος…

   Το γάρ πολύ της ποίησης… Έχει παραγίνει ενοχλητική από γραμματολογική κι αισθητική άποψη αυτή η συνήθεια ορισμένων να διασταυρώνουν τη λέξη ποίηση, ως δεύτερο συνθετικό, με ό,τι τους κατέβει στο μυαλό. Από τη διασταύρωση αυτή έχουν προκύψει κατά καιρούς διάφορα λεκτικά υβρίδια ή γλωσσικά τέρατα όπως: Επιπεδοποίηση, καθετοποίηση, πακετοποίηση, βελτιστοποίηση, επικαιροποίηση, ορθολογικοποίηση, ιδεολογικοποίηση, αντικειμενικοποίηση, αποαποικιοποίηση, σχετικοποίηση, αισθητικοποίηση, κειμενικοποίηση, ανευθυνοποίηση, καταστατικοποίηση, φασιστικοποίηση, ακυροποίηση, αποθεματικοποίηση, στατιστικοποίηση, επιστημονικοποίηση κι εσχάτως από επίσημα χείλη πανεπιστημιοποίηση, όταν τα 2 ΤΕΙ μας κάνουν ένα πανεπιστήμιο (!) και δε συμμαζεύεται. Πολύ ποίηση πρέπει να διαβάζουν όλοι αυτοί! Δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η αγάπη για τη λέξη…

   Παλιά υπήρχαν τέτοιες λέξεις αλλά εξέφραζαν και κάποιο περιεχόμενο, είχαν κάποιο νόημα γιατί ανταποκρίνονταν σε κάποιες γλωσσικές ή κοινωνικές ανάγκες προσδιορισμού εννοιών, όπως για παράδειγμα κοινωνικοποίηση, περιθωριοποίηση, ομαδοποίηση, (α)πολιτικοποίηση, ιδιωτικοποίηση, κρατικοποίηση, προλεταριοποίηση, κολεκτιβοποίηση ή στα μαθηματικά η παραγοντοποίηση κα. Τώρα δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη απόδοσης περιεχομένου, παρά μόνο ανάγκη επίδειξης για κάποιους, που μεταφράζουν όπως λάχει τα Αγγλικά στα Ελληνικά ή υιοθετούν τα πάντα από τη «γλώσσα» της πληροφορικής. Γιατί να πεις ανευθυνοποίηση και όχι ανευθυνότητα; Γιατί να πεις σχετικοποίηση και όχι σχετικότητα; Τι παραπάνω προσθέτει η ορθολογικοποίηση στη λογική, τον ορθολογισμό ή τον εξορθολογισμό; Τι παραπάνω εννοείς με την ακυροποίηση που δεν εννοείται με την ακυρότητα ή την ακύρωση; Τι περισσότερο βάζεις στην αποθεματικοποίηση που δεν υπάρχει ήδη στην εξοικονόμηση, την αποταμίευση, την αποθήκευση και ανάλογα με το είδος που αναφέρεσαι; Τι παραπάνω προσθέτει η βελτιστοποίηση, στην προαγωγή, την ποιοτική βελτίωση, την ολοκλήρωση, την εξιδανίκευση της γνώσης, της παραγωγής, της προσπάθειας, του προγράμματος κοκ. Γιατί λέμε επικαιροποίηση (από το Αγγλικό update) αντί της ενημέρωσης αρχείων, ανατροφοδότησης γνώσης, ανανέωσης οδηγίας, εκσυγχρονισμού προγράμματος κλπ; Γιατί να πεις φασιστικοποίηση όταν υπάρχει ήδη ο εκφασισμός; Η αποαποικιοποίηση δε στέκει καθόλου, δε νοείται λέξη με δύο προθέσεις από-από στη σειρά, ας πούμε αγώνας ανεξαρτησίας, ελευθερία, εθνική χειραφέτηση. Και γιατί να πεις αισθητικοποίηση όταν υπάρχει ήδη η αισθητικότητα, η αισθητική ή η καλαισθησία στη γλώσσα; Ή μήπως όχι; 

   Ένα άλλο λάθος που βλέπουμε και διορθώνουμε συχνά στις εκθέσεις των μαθητών μας είναι η «ετεροκατεύθυνση» και το «ετεροκατευθύνομαι». Το ρήμα δεν υπάρχει στα έγκυρα λεξικά, ούτε νοείται ως λέξη η ετεροκατεύθυνση. Είναι απλώς άλλο ένα δείγμα φροντιστηριακής προέλευσης μέσα σε τόσα άλλα (κειμενογράφος, κειμενικό απόσπασμα κ.α.). Το σωστό είναι να πεις ότι εάν το άτομο ποδηγετείται ή χειραγωγείται (από τη μάζα, τους μηχανισμούς εξουσίας, τη διαφήμιση κλπ), αποπροσανατολίζεται και ενεργεί παρορμητικά ή σπασμωδικά. Το ετερο- συνοδεύει συνηθέστερα λέξεις ή ρήματα που μπορούν να δεχτούν και το αύτο- ή όμο- για να βγει κάποιο νόημα και να αποδίδεται λογικά και η αντίθεση. Λέμε ετεροπροσδιορισμός, ετερονομία, ετεροδοξία, ετερόχθων, ετερώνυμο γιατί υπάρχουν και τα αντίθετά τους ο αυτοπροσδιορισμός, η αυτονομία, η ομοδοξία, ο αυτόχθων, το ομώνυμο κλπ. Αυτά είναι ψιλά γράμματα θα μου πείτε, τι φταίνε τα παιδιά, αυτά ακούνε και διαβάζουν. Συμφωνούμε αλλά να μην έχουν την εντύπωση ότι η γλώσσα διαπλάθεται, γράφεται και συντάσσεται όπως θέλει ο καθένας, χωρίς κανόνες. Η γλώσσα πρέπει να εμπλουτίζεται με λέξεις που έχουν όμως κάποιο περιεχόμενο, εκφράζουν τις διαφορετικές κάθε φορά κοινωνικές ανάγκες ή τις απαιτήσεις της εποχής. Όχι όμως με λέξεις ή φράσεις ασυνάρτητες, ακατανόητες και εντελώς ανόητες. Δεν είμαστε ούτε γλωσσοπλάστες, ούτε ποιητές για ν’ αυτοσχεδιάζουμε «ποιητική αδεία». Ας σεβαστούμε τη γλώσσα και τις αξίες της. Μην έχουμε την αφελή αντίληψη ότι μ’ όλους αυτούς τους νεωτερισμούς και τις λεκτικές ακροβασίες εξελίσσεται η γλώσσα. Η γλώσσα είναι η πνευματική μας πατρίδα. Αν τη χάσουμε κι αυτή, δε θα’ χουμε καμιά πατρίδα, θα γίνουμε σαν τους «Ποσειδωνιάτες» του Καβάφη που ξέχασαν τη γλώσσα τους και δεν τους έμεινε τίποτα ελληνικό.   
                      
Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Τυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής
Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Τυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι
   και τήν τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τά τε πολλά των επιτηδευμάτων, 
άγειν δε μιάν τινα αυτούς των εορτών των Ελλήνων
έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων
ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους
και δακρύσαντες απέρχονται.
AΘΗΝAΙΟΣ

                                          
                                         Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
                                             εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
                                    με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
                                               Το μόνο που τους έμενε προγονικό

                                        ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
                                     με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
                                          Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
                                               τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
                                              και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
                                             που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
                                         Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
                                        Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες -
                                                     Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
                                                 και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
                                                  να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
                                       βγαλμένοι - ω συμφορά! - απ’ τον Ελληνισμό.

                                                                                     Κωνσταντίνος Καβάφης
                                        Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923 (εκδ. Ίκαρος)


  
  Για γλωσσικά ατοπήματα 1 πατήστε εδώ:http://papatsiros.blogspot.gr/2015/02/1.html
  Για "Ανόητους πληθυντικούς" πατήστε εδώ:

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Γλωσσικά ατοπήματα 3



                                                                                                Παπατσίρος Απόστολος
Γλωσσικά ατοπήματα 3                                                                  φιλόλογος         

Ιθαγένεια ή υπηκοότητα; Πότε λέμε πραγματεύομαι και πότε διαπραγματεύομαι; Ενσκήπτω ή εγκύπτω; Συστήθηκε ή συστάθηκε;

    Τώρα που επανήλθε το θέμα της ιθαγένειας για πολλούς από τους μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα, με την ψήφιση σχετικού νόμου (Ιούνιος 2015), καλό είναι για λόγους γλωσσικής ορθότητας, αλλά και νομικής τάξης να υπενθυμίσουμε τα ακόλουθα. Ο όρος ιθαγένεια δεν είναι ταυτόσημος ούτε καν συνώνυμος με την υπηκοότητα*. Ιθαγενής είναι αυτός που προέρχεται απευθείας από το γένος, που ανήκει εκ φύσεως στον λαό και τον τόπο που γεννήθηκε. Η λέξη ιθαγένεια προέρχεται από το ιθύς (αυτός που βαίνει ευθύς ή ο γνήσιος) και το γένος δηλαδή την καταγωγή από ένα σύνολο ανθρώπων εθνικό, που έχει κοινά χαρακτηριστικά (γλώσσα, θρησκεία, ιστορική συνείδηση και ταυτότητα). Η ιθαγένεια είναι μια και εκ φύσεως για κάθε γηγενή ή (ε)ντόπιο ή ημεδαπό ή αυτόχθονα. Κάθε φυλή είναι ιθαγενής στον τόπο της πχ. οι Παπούα χαρακτηρίζονται ως οι ιθαγενείς της Νέας Γουινέας και οι Αβορίγινες είναι οι ιθαγενείς φυλές της Αυστραλίας. Κανείς άλλος επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ιθαγενής ή ότι απέκτησε ιθαγένεια παρά μόνο αυτός που έχει εντοπιότητα δηλαδή φυσική καταγωγή ή αυτοχθονία.

    Υπήκοος αντίθετα είναι αυτός που απολαμβάνει πολιτική και νομική προστασία ως πολίτης μιας χώρας. Η λέξη υπήκοος προέρχεται από το υπάκουος (υπακούω) και ως όρος παραπέμπει στην εποχή της φεουδαρχίας του μεσαιωνικού κόσμου της Δύσης και του Βυζαντίου. Ο όρος δήλωνε την υπακοή δηλαδή την υποταγή στον ηγεμόνα και έτσι φανέρωνε την ανελευθερία του προστατευόμενου -κατ’ ουσίαν δούλου ή δουλοπάροικου- έναντι της αυτοκρατορικής ή βασιλικής εξουσίας. Κατά συνέπεια η ιδιότητα του υπηκόου, η υπηκοότητα ήταν μια μορφή παραχωρημένης προστασίας στον πολίτη από το κράτος και έτσι πέρασε στη νεότερη ιστορία του κοινωνικού κράτους μετά τον Διαφωτισμό. Η πρώτη νομική κατοχύρωση ωστόσο της επέκτασης του δικαιώματος του πολίτη -κατ’ ουσίαν υπηκόου- σε αλλογενείς και αλλοεθνείς πληθυσμούς βρίσκεται στην αρχαία Ρώμη και το περίφημο διάταγμα του Καρακάλλα, το 212 μ.Χ (Constitutio Antoniniana). Στον σύγχρονο κόσμο η υπηκοότητα είναι νομικός όρος και αφορά την ιδιότητα του πολίτη που έχει πολιτογραφηθεί σε άλλη χώρα από αυτή που γεννήθηκε ή κατάγονται οι πρόγονοί του. Η υπηκοότητα δηλαδή είναι ένα παραχωρημένο προνόμιο από την πολιτεία και απορρέει από τον τόπο ή τη χώρα διαβίωσης κάποιου και δεν έχει καμία σχέση με το γένος ή τη φυλή όπως η ιθαγένεια.  Ο ιθαγενής είναι και υπήκοος της χώρας του, αλλά κάθε υπήκοος δηλαδή έπηλυς, δεν είναι και ιθαγενής. Τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών, που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία, δε φέρουν τη γερμανική ιθαγένεια ως γηγενείς, δεν είναι Γερμανοί, αλλά έχουν τη γερμανική υπηκοότητα, που είναι καθαρά πολιτική πράξη αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους, σε αντιστοιχία με τους ίδιους τους Γερμανούς. Υπηκοότητες εξάλλου μπορεί να έχει πολλές κάποιος και για διαφορετικούς λόγους, ιθαγένεια όμως μια. Η υπηκοότητα δεν αναιρεί τη φυλετική καταγωγή ή την εθνική συνείδηση κάποιου γιατί και οι ομογενείς μας στην Αμερική είναι Αμερικανοί πολίτες λόγω υπηκοότητας, νιώθουν όμως περισσότερο Έλληνες από μας. Την πατρίδα τους τη νοσταλγούν περισσότερο αυτοί που τη στερούνται.

     Το λάθος που γίνεται επομένως στη χρήση των όρων ιθαγένεια και υπηκοότητα δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο. Πίσω από την «αθώα» νομολογία που εξισώνει την ιθαγένεια με την υπηκοότητα -χωρίς πολλή περίσκεψη- δεν κρύβεται η άγνοια της γλώσσας ή η σύγχυση όρων από τους νομικούς επιστήμονες. Αδυνατούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο για έγκριτους νομικούς. Κρύβονται οι πολιτικές προθέσεις των εντολέων τους, υπουργών και πρωθυπουργών, για αλλότριους μικροκομματικούς σκοπούς, καθώς βλέπουν τους μετανάστες ως εκλογική πελατεία, γιατί μέσα στα παραχωρούμενα προνόμια ήταν (και είναι) και αυτό του δικαιώματος ψήφου.

   Δε διαφωνούμε με την παραχώρηση του δικαιώματος του πολίτη δηλαδή της πολιτικής υπηκοότητας σε νόμιμους μετανάστες και τα παιδιά τους εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου (χρόνια παραμονής, γέννηση στην Ελλάδα και ολοκλήρωση της φοίτησης σε ελληνικά σχολεία) αλλά με τον προσδιορισμό αυτού του δικαιώματος ως ιθαγένεια, όπως συμβαίνει και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που αποδίδουν στους μετανάστες υπηκοότητα. Σίγουρα λόγοι ανθρωπιστικοί, δημογραφικοί και νομικοί επιβάλλουν αυτή την παραχώρηση, όμως και λόγοι εθνικοί, ιστορικοί, πολιτιστικοί και ιδιαίτερα γλωσσικοί μας υποχρεώνουν να μη θεωρούμε αυτή την παραχώρηση προνομίων ως ιθαγένεια αλλά ως υπηκοότητα. Το ερώτημα πάντως που τίθεται εύλογα είναι αν οι βουλευτές που ψηφίζουν ανεπιφύλακτα ναι στην παραχώρηση ιθαγένειας σε ξένους, κατανοούν τη νοηματική διαφορά της από την υπηκοότητα και γνωρίζουν την ιστορία των λέξεων ή και την ιστορία γενικότερα. Εδώ δε διάβαζαν και δεν ήξεραν τα μνημόνια που ψήφιζαν, με την ιθαγένεια θα ασχοληθούνε τώρα;

   Και ας έρθουμε σε πιο απλά κι εθνικά ανώδυνα λάθη. Με νωπή την εμπειρία των πανελλαδικών και τα γνωστά λάθη στα γραπτά των μαθητών, ιδίως στη Νεοελληνική Γλώσσα, εκείνο που μου προκαλεί περισσότερη εντύπωση είναι ο σχολιασμός των θεμάτων από τις διάφορες επιστημονικές ενώσεις καθηγητών. Μας λένε λοιπόν, ότι το τρίωρο δεν επαρκούσε για να διαπραγματευτούν (sic) οι μαθητές τα θέματα, λες και είχαν τίποτε συνομιλίες ή θα κανόνιζαν τους όρους της διαπραγμάτευσης. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και να διορθώνουμε αυτό το λάθος σε πολλούς μαθητές στην εισαγωγή της περίληψης, πχ «ο συγγραφέας εδώ διαπραγματεύεται…», αντί του ορθού πραγματεύεται και δεν μας κάνει εντύπωση, αλλά το να γίνεται από επιστημονικές ενώσεις καθηγητών προκαλεί. Το σωστό ρήμα βέβαια και στις δύο περιπτώσεις είναι το πραγματεύομαι, που σημαίνει ασχολούμαι με το θέμα, εξετάζω σε βάθος, αναλύω, γράφω πραγματεία δηλαδή εκτενές κείμενο. Πού κολλάει εδώ το διαπραγματεύομαι, δηλαδή έρχομαι σε συνεννόηση, διεξάγω συζητήσεις για τους όρους της συμφωνίας, τον διακανονισμό κλπ; Πουθενά! Θα μου πείτε, εδώ και πρώην πρωθυπουργός μας έλεγε ότι ¨τα δικαιώματά μας δεν διαπραγματεύονται¨(sic) (αντί του ορθού δε γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή ότι είναι αδιαπραγμάτευτα), στα παιδιά θα κολλήσουμε τώρα; Ό,τι ακούνε, γράφουν... Το πιο ακραίο πάντως είναι να βλέπεις μαθητές να γράφουν και ¨ο κειμενογράφος¨ αντί του ορθού συγγραφέας στην εισαγωγή της περίληψης δηλαδή «με το καλημέρα» και οι δύο πρώτες λέξεις εντελώς λάθος…(Για τον κειμενογράφο ιδέ  «Γλωσσικά ατοπήματα 2»). 

   Ένα άλλο λάθος που ακούμε συχνά και το βλέπουμε σε γραπτά είναι το ρήμα ενσκήπτω. ¨Πρέπει να ενσκήψουμε στο πρόβλημα¨ μας λένε εννοώντας βέβαια να σκύψουμε πάνω του, να ασχοληθούμε σοβαρά με τις αιτίες του για να βρούμε και τις λύσεις του. Το ρήμα ενσκήπτω όμως σημαίνει πέφτω με δύναμη ή μανία καταστροφική και συνοδεύει ουσιαστικά όπως ή θύελλα, η καταιγίδα, ο λοιμός (επιδημία) κοκ. Το αντίστοιχο αρχαίο ρήμα που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε είναι το εγκύπτω, εκ του κύπτω, που σημαίνει σκύβω. Το σωστό επομένως θα ήταν ότι «πρέπει να εγκύψουμε στο πρόβλημα» λοιπόν...Γιατί δε χρησιμοποιούν το καταπιάνομαι ή το καταγίνομαι που λογικά τα γνωρίζουν;

    Και για το τέλος άφησα τη νοηματική σύγχυση που υπάρχει στη χρήση των όρων συστήθηκε και συστάθηκε, που είναι παθητικοί αόριστοι του ίδιου ρήματος αλλά με διαφορετική σημασία. Το ρήμα συστήνω έχει τρεις σημασίες: 1. παρουσιάζω, γνωρίζω ένα πρόσωπο σε κάποιον. 2. συνιστώ δηλαδή προτείνω κάτι και 3. ιδρύω. Συστήθηκε θα πούμε για κάποιον που είπε ο ίδιος το όνομά του ή την ιδιότητά του σε άλλους και στην περίπτωση που προτάθηκε κάτι από κάποιον δηλαδή συνεστήθη πχ. ξεκούραση, φαρμακευτική αγωγή κλπ. Συστάθηκε όμως θα πούμε στην περίπτωση που ιδρύθηκε, συγκροτήθηκε  μια εταιρία, μια επιτροπή, ένας οργανισμός που έχει και έδρα. Τόσο απλά.

                                                     Για: «Γλωσσικά ατοπήματα 4»

-------------
* Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κανένα από τα πιο έγκυρα Λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας (Ανδριώτη, Δημητράκου, Εμμανουήλ Κριαρά, Τεγόπουλου–Φυτράκη, Καμπανά, Υπερλεξικό κα.) δε δίνεται ως συνώνυμο της ιθαγένειας η υπηκοότητα.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Γλωσσικά ατοπήματα 2


                                                  
                                                                                  Παπατσίρος Απόστολος
                                                                                             Φιλόλογος
Γλωσσικά ατοπήματα 2

Τί είναι άραγε ο κειμενογράφος; Γιατί είναι λάθος η αναπαλαίωση και ο υπερκαταναλωτισμός;
Τί σημαίνει τακτικά; Γιατί όχι προηγούμενα, κοινά και ενδεχόμενα; Τί είναι οι «αγγλισμοί;»


   «Πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης…» μας λένε και μας ξαναλένε, χωρίς πολλή περίσκεψη, πολιτικά κυρίως πρόσωπα υπερθεματίζοντας το προφανές. Δηλαδή να υποθέσουμε ότι υπάρχει και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη προτεραιότητα; Τότε τι σόι προτεραιότητα είναι αυτή άμα ακολουθεί τις άλλες; Ας είμαστε ρεαλιστές… Η προτεραιότητα είναι μόνο μια και μπορεί να είναι άμεση, βασική ή επιτακτική. Τί το θέλουμε το αριθμητικό επίθετο μπροστά; Η προτεραιότητα είναι από μόνη της πρώτη, το λέει η ίδια η λέξη.
   Πάντως με τον χρόνο «έχουν ένα θέμα» οι πολιτικοί, αν θυμηθώ εκείνο το απίθανο «μεσομακροπρόθεσμα» που μας έλεγε πρώην πρωθυπουργός -ο οποίος δε φημιζόταν για την ευφράδειά του- και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει το πότε. Ίσως η βαθύτερη πρόθεσή του να ήταν η απροσδιοριστία και η συσκότιση με το διφορούμενο μήνυμα που εξέπεμπε. Η γλώσσα μας όμως έχει άφθονους και συγκεκριμένους χρονικούς προσδιορισμούς π.χ άμεσα, σύντομα, βραχυ-πρόθεσμα (-χρόνια), μεσοπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα... Πού είναι η δυσκολία;

Κι ερχόμαστε στα της εκπαίδευσης.
   «Ο κειμενογράφος εδώ μας λέει…» γράφουν οι μαθητές στην περίληψη εννοώντας βέβαια τον συγγραφέα, μ’όλο που κειμενογράφος είναι το ¨λογισμικό του word¨ και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που γράφουν. Τέτοια διαβάζουν, τέτοια γράφουν! Το ίδιο λάθος υπάρχει και σε πολλές αναρτήσεις φιλολόγων (ιδέ φροντιστήρια). Ατυχώς κάποιοι το πήραν ως έννοια ταυτόσημη ή περίπου συνώνυμη με τον συγγραφέα, τον άνθρωπο που γράφει βιβλία, δοκίμια, άρθρα κοκ. και το αναπαρήγαγαν ως ¨κλισέ¨ στα γραπτά τους, οπότε το λάθος ξέφυγε. Το ίδιο λάθος υπάρχει ακόμα και στο αναλυτικό πρόγραμμα του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και το αντίστοιχο ΦΕΚ, που μας στέλνει το Υπουργείο Παιδείας και μας το στέλνουν κάθε χρόνο λες και δεν ελέγχονται αυτά από κανέναν. Αν έχει δεύτερη σημασία η λέξη κειμενογράφος, αυτή είναι του δημιουργού ιστοσελίδων (copywriter) που γράφει μικροκείμενα και διαφημίσεις ή του ανθρώπου που βάζει τιτλάκια και λεζάντες στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, οπότε δε υπάρχει καμία σχέση με τους αληθινούς συγγραφείς, δοκιμιογράφους, αρθρογράφους ή επιφυλλιδογράφους για τους οποίους καλούνται οι μαθητές να γράψουν περίληψη των κειμένων τους.

    Εξίσου αδόκιμη και ακατανόητη λέξη είναι ο «υπερκαταναλωτισμός». Πρόκειται για μια γλωσσική  υπέρβαση αφού το υπέρ πλεονάζει και δε χρειάζεται αφού ο καταναλωτισμός είναι από μόνος του διογκωμένος, είναι ήδη προβληματικός και αποδίδει την τάση ή τη μανία αυξημένης και άσκοπης κατανάλωσης και την κατάχρηση αγαθών. Μπορούμε να λέμε υπερκατανάλωση ή καταναλωτισμός, αλλά όχι «υπερκαταναλωτισμός». Τι εξυπηρετεί λοιπόν το υπέρ; Τίποτα! Εδώ δεν πρόκειται για λογοτεχνικό ή ποιητικό πλεονασμό, αλλά για καθαρό βερμπαλισμό.

   Αλλά αν αυτά συγχωρούνται στη βασική εκπαίδευση, δεν είναι ανεκτά στην επιστήμη. Βλέπουμε για παράδειγμα τεχνολόγοι, μηχανικοί και αρχιτέκτονες να χρησιμοποιούν εσφαλμένα τον όρο «αναπαλαίωση» για ήδη παλαιά και ιστορικά κτήρια και απορούμε. Δεν κατανοούν ότι η «παλαίωση» ως διαδικασία νοείται άπαξ και εκ του χρόνου, ότι ποτέ δε γίνεται «εκ νέου» κι από μας για να μπορώ να προσθέσω το ανα-. Τίποτα παλιό δεν μπορεί να γίνει ξανά παλιό. Αν έχει φθορές ή έχει καταστραφεί, και γίνει όπως ήταν παλιά ή περίπου έτσι, τότε λέμε αποκατάσταση, ανακατασκευή ή έστω συντήρηση. Όχι όμως αναπαλαίωση. Ας πούμε ανακαίνιση, είμαστε πιο κοντά στο νόημα.

Κι ερχόμαστε στην τηλεόραση και τις αθλητικές εκπομπές της.
   «Η ομάδα ήταν καλύτερη τακτικά …και κέρδισε δίκαια» μας λένε οι τηλεκριτικοί της μπάλας. Κι εννοούν βεβαίως από άποψη τακτικής, στησίματος στο γήπεδο δηλαδή και αγωνιστικού προσανατολισμού. Θα ξεχάσουμε τα ελληνικά που ξέρουμε! Μα τακτικά σημαίνει σε τακτά διαστήματα, συχνά, περιοδικά...Είναι κι αυτό ένα επίρρημα από τα πολλά που δεινοπαθούν... Μη μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει κάποιους να λένε: «Όπως είπα και προηγούμενα…», αντί προηγουμένως, «είναι κοινά αποδεκτό…», αντί κοινώς αποδεκτό, «μπορεί ενδεχόμενα να βγούμε από το ευρώ…», αντί ενδεχομένως ή «μπορεί πιθανά να πάμε σε νέες εκλογές…» αντί πιθανόν ή πιθανώς και άλλα τέτοια γραφικά. Γραφικό είναι βέβαια κι εκείνο το περίφημο "προοπτικά", που μας θυμίζει το εξίσου γραφικό "μεσομακροπρόθεσμα" -που λέγαμε πριν- αντί του ορθού "σε βάθος χρόνου". Χαίρε βάθος  δηλαδή...

  Και για το τέλος άφησα κάποια «ξενόφερτα δάνεια», «αγγλισμούς» τα λένε, καθότι είναι μεταφρασμένα αγγλικά, που έγιναν όμως συνήθεια στα χείλη εικοσάρηδων κι εκτόπισαν αντίστοιχα ελληνικά. Πρόκειται δηλαδή για «ελληνοποίηση» ή «μεταγραφή» αγγλικών λέξεων ή φράσεων λόγω μόδας, γλωσσομάθειας, πληροφορικής επανάστασης και τεχνολογίας επικοινωνιών, αλλά και σπουδών στο εξωτερικό ή ξενομανίας. Τα παραδείγματα αφθονούν: «Ανοιχτόμυαλος», «κοινός τόπος», «στην τελική», «έχω την αίσθηση», «φτιάξε μου τη μέρα», «παίρνει μέρος», «πάρε τον χρόνο σου», ««πάρε το ρίσκο», έχω ένα κόνσεπτ», «δουλεύω πάνω σε ένα πρότζεκτ», «έχω το μπάτζετ», «(δεν) έχει να κάνει με...», «κάνω δουλειά με τον εαυτό μου», «κάνω επαφή», «δεν έχω θέμα», «οι εμπλεκόμενοι φορείς», «να επικοινωνήσουμε το μήνυμα», «συμπεριληπτική εκπαίδευση, «επικαιροποίηση», «βελτιστοποίηση», «αποαποικιοποίηση», «εργαλειοποίηση», «πολιτειότητα», «εχθροπάθεια», «ρητορική του μίσους», «τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό» κ.ο.κ. Δε χρειάζεται να ξέρει κανείς πολλά αγγλικά για το καταλάβει αυτό. Το διαπιστώνει εύκολα ότι ακολουθούν άλλους κανόνες. Το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά κατακλύζουν τον γραπτό και ηλεκτρονικό τύπο και σε λίγο θα τα δούμε και στα σχολικά βιβλία. Ακόμα και αν δε θεωρούμε ότι είναι λάθη, τουλάχιστον να ξέρουμε ότι είναι «δάνεια».
Και να τ’ αποφεύγουμε. Όχι κι άλλα δάνεια! Μας θυμίζουν μνημόνια…

Για τα "γλωσσικά ατοπήματα 3" πατήστε εδώ: http://papatsiros.blogspot.gr/2015/06/3.html