Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Γιατί είναι εσφαλμένη η συνεξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας με τη Λογοτεχνία στο Λύκειο


Γιατί είναι εσφαλμένη η συνεξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας με τη Λογοτεχνία στο Λύκειο

   Σύμφωνα με το νέο προτεινόμενο σχέδιο νόμου για την εισαγωγή στα ΑΕΙ το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας της Γ΄ Λυκείου, όπως το ξέραμε με περίληψη δοσμένου κειμένου (άρθρου ή δοκιμίου), ερωτήσεις κατανόησης, λεξιλογικές, υφολογικές, δομής, τρόπων πειθούς και ανάπτυξης παραγράφων και η παραγωγή λόγου δηλαδή η έκθεση, αλλάζουν και περιορίζονται σημαντικά ως προς το εύρος τους γιατί προβλέπεται παράλληλα και η εξέταση αποσπάσματος αδίδακτου κειμένου λογοτεχνικού, ποιητικού ή πεζού. Το σχετικό παράδειγμα της παράλληλης και ταυτόχρονης εξέτασης των δύο μαθημάτων, Γλώσσας και Λογοτεχνίας αντιγράφουμε από την Κύπρο, που το εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια με αμφιλεγόμενα όμως αποτελέσματα. Ο τρόπος αυτής της εξέτασης εφαρμόστηκε ήδη για πρώτη φορά στα ΕΠΑΛ φέτος το 2018 στις Πανελλαδικές εξετάσεις, και εφαρμόζεται τα τελευταία δύο χρόνια στο Γυμνάσιο.

  Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά μαθήματα, με διαφορετική μέθοδο διδασκαλίας κι εξέτασης και εντελώς διαφορετική διδακτική πρόθεση, σύμφωνα και με το αναλυτικό τους πρόγραμμα, όπως αυτό περιγράφεται στο αντίστοιχο Φ.Ε.Κ. Οπότε η παράλληλη εξέτασή τους εγείρει θέματα παιδαγωγικής ορθότητας ή και επιστημολογικής εγκυρότητας. Και εξηγούμαι: 

Α.  Η εμπειρία από την παράλληλη εξέτασή τους και στις τρεις τάξεις στο Γυμνάσιο -ως τώρα- δεν γεννά την αισιοδοξία ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει και για τα δύο μαθήματα. Δεν ευνοεί, ούτε αναβαθμίζει διδακτικά κανένα από τα δύο. Περισσότερο συσκοτίζει την κρίση των μαθητών και ευνοεί την τυπική αποστήθιση από βοηθήματα και λιγότερο καλλιεργεί την ελεύθερη σκέψη και τη φαντασία τους. Η θεωρία της λογοτεχνίας δεν είναι γνωστή, ούτε τα παιδιά έχουν κατανοήσει επαρκώς ειδικούς όρους ερμηνευτικούς, αφηγηματικούς, υφολογικούς, ούτε ποιητικές σχολές και τεχνοτροπίες ώστε και να εξετάζονται όλα αυτά και να είναι αντιπροσωπευτική η εξέταση αυτή. Η συνεξέταση της Γλώσσας και Λογοτεχνίας αυξάνει αναίτια το άγχος σε μικρούς μαθητές στο τέλος, λόγω και του υπερβολικού όγκου εξεταστέας ύλης, ενώ η τρίωρη εξέταση του μαθήματος στο Γυμνάσιο θεωρείται ιδιαίτερα κουραστική. Δεν υπήρχε άλλωστε και επαρκής προετοιμασία ενημέρωσης στους συναδέλφους με ειδικά σεμινάρια ή ενδεικτική τράπεζα θεμάτων ώστε να εξοικειωθούν όλοι με τη νέα μέθοδο διδασκαλίας και εξέτασης. Ούτε προέκυψε αυτή η αλλαγή έπειτα από διάλογο με τους φιλολόγους της τάξης, τους Συνδέσμους Φιλολόγων, την Π.Ε.Φ κλπ. ούτε υπάρχουν αντίστοιχα σχολικά εγχειρίδια προσαρμοσμένα σ’ αυτό το είδος παράλληλης εξέτασης Λογοτεχνίας και Γλώσσας. Οι περισσότεροι φιλόλογοι αιφνιδιάστηκαν και άρχισαν τις αναζητήσεις στο διαδίκτυο ή αυτοσχεδίασαν με βάση όσα ήξερε ή μπορούσε να καταλάβει ο καθένας. 

Β.  Η πρόθεση του Υπουργείου να καθιερώσει αυτόν τον τρόπο εξέτασης και στις Πανελλαδικές εξετάσεις των ΓΕΛ δε θα λύσει τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα στην αξιολόγηση των γραπτών των μαθητών, αντίθετα θα δημιουργήσει πολλά περισσότερα. Η βαθμολόγηση της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ήταν ίσως η πιο αμφιλεγόμενη και αυτή με τις περισσότερες αναβαθμολογήσεις, και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ευθύνονταν οι βαθμολογητές, γιατί ήταν περισσότερο θέμα ερμηνείας (και τα βοηθήματα δε βοηθάνε) και εδώ χωράει πολλή συζήτηση για το «τι ήθελε να πει τελικά ο ποιητής…». Αυτός ήταν κι ένας λόγος άλλωστε που καταργήθηκε το μάθημα από τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα και το ερώτημα που γεννάται είναι πως θα είναι δυνατή η αντικειμενική αξιολόγησή του στο μέλλον, όταν μάλιστα θα συνεξετάζεται -μέσα σ’ ένα τρίωρο- με την επίσης αμφιλεγόμενη ως προς την αξιολόγησή της Έκθεση. 

Γ.   Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα της Νεοελληνικής Γλώσσας δε θεωρεί απαραίτητη την εξέταση της Περίληψης κειμένου, (αν και το αντίστοιχο ΦΕΚ την αναφέρει ενδεικτικά ως μια πιθανή δραστηριότητα, εντούτοις δεν εξετάστηκε στις πανελλαδικές των ΕΠΑΛ το 2018, ούτε και στις επαναληπτικές) και αφαιρεί την πιο σημαντική άσκηση κατανόησης του κειμένου, που φανερώνει και τη γλωσσική ικανότητα του μαθητή να αναδιατυπώνει τις απόψεις του συγγραφέα. Η περίληψη είναι απαραίτητη στην αξιολόγηση του μαθητή γιατί καταλαβαίνεις αν έχει ή δεν έχει κριτική και αφαιρετική ικανότητα και ταλέντο στη σύνθεση και τη διατύπωση ενός αυτοτελούς κειμένου 100 -120 λέξεων, που είναι και η σύνοψη των σημαντικών πληροφοριών ή των θέσεων του συγγραφέα. Η περίληψη ήταν το ¼ της συνολικής επίδοσης με 25 μονάδες και η δεύτερη σε σημασία μετά την παραγωγή λόγου (40 μονάδες). Μετά δε και την αφαίρεση της ερμηνευτικής ερώτησης ή τον σχολιασμό μιας άποψης του συγγραφέα (τρίτη σε βαθμό δυσκολίας ερώτηση με 10 μονάδες) τα τελευταία χρόνια και την αντικατάστασή της με μια απλή ερώτηση Σωστού ή Λάθους, η εξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας περιφρονεί κι άλλο την κριτική άποψη και ικανότητα σύνθεσης αποδεικτικού λόγου του μαθητή, καθώς του δίνει «έτοιμη λύση» μέσα από το κείμενο, αρκεί αυτός να ξέρει να διαβάζει και να καταλαβαίνει στοιχειωδώς. 

Δ.  Η νέα «παραγωγή λόγου», η Έκθεση δηλαδή, που ζητείται να γράψουν οι μαθητές, σύμφωνα με το νέο αναλυτικό πρόγραμμα, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 250 λέξεις. Ενώ πριν τους ζητούσαμε να γράψουν 600 λέξεις, δηλαδή δυόμιση σελίδες τουλάχιστον, τώρα τους λέμε να γράψουν 250 λέξεις, δηλαδή δυόμιση παραγράφους! Και το ερώτημα είναι γιατί; Με ποιο σκεπτικό άραγε γίνεται αυτό; Τί σόι παραγωγή λόγου είναι αυτή που δεν περνάει τη μισή σελίδα; Είναι δυνατόν ένας μαθητής να γράψει κείμενο με αναλυτική σκέψη, ερμηνεία και κρίση, να διατυπώσει τις απόψεις του με επιχειρήματα ή να αναφέρει και τεκμήρια σε 250 λέξεις; Είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει περιγραφή ή αφήγηση ή μεταφορικό λόγο και αυθεντίες ή να γράψει πρόλογο ή επίλογο και κανονική παράγραφο σύμφωνα και με τη θεωρία μόνο με 250 λέξεις; Και αν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει όλους αυτούς τους τρόπους πειθούς κι ανάπτυξης και τα εκφραστικά μέσα τότε γιατί του τα διδάσκουμε; Γιατί τον παιδεύουμε; Ποιος είναι ο σκοπός του μαθήματος της Έκθεσης τελικά; Μήπως να γράφουν οι μαθητές ένα απλό «διάγραμμα» ή «σχεδιάγραμμα», χωρίς καμιά εμβάθυνση ή ανάλυση, χωρίς κριτική άποψη με ουσιαστικές προτάσεις και καμιά πρωτοτυπία; Το βλέπουμε όλο και πιο συχνά όσοι βαθμολογούμε στις πανελλαδικές· εκθέσεις σχεδιαγράμματα και περιλήψεις χωρίς πληροφορίες. Αφόρητη τυπολογία και ρηχή επιχειρηματολογία, εντελώς αναμενόμενη. 

Ε.  Το άγνωστο λογοτεχνικό κείμενο που θα κληθούν οι μαθητές να επεξεργαστούν και να το σχολιάσουν ερμηνευτικά, δεν είναι σίγουρο ότι θα το κατανοούν κιόλας, αν αγνοούν τον λόγο για τον οποίο γράφτηκε, την εποχή του και το ιδιαίτερο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον που το γέννησε ή την ιδεολογία και τις προθέσεις ή ακόμα και την ιδιαιτερότητα του συγγραφέα που το έγραψε. Αν δεν τα γνωρίζουν όλα αυτά θα οδηγηθούν σε εικασίες και πιθανόν σε παρερμηνείες. Και μη μου πείτε ότι θα υπάρχει εισαγωγικό σημείωμα να τους πληροφορεί σχετικά, αυτό βεβαίως και δε θα’ ναι αρκετό. Οπότε η εξέταση της λογοτεχνίας θα κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την τύχη, αν δηλαδή έχεις μελετήσει την εποχή και ξέρεις αρκετά στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του, διαφορετικά την πάτησες. 

ΣΤ΄.  Ένας αντίλογος ακόμα για την παράλληλη εξέταση της Λογοτεχνίας με τη Γλώσσα είναι το ότι δεν μπορείς να απαιτείς από μαθητές που είναι προσανατολισμού Θετικών σπουδών ή Οικονομίας και Πληροφορικής να σου γράψουν για την οπτική γωνία ή τον χαρακτήρα του ήρωα ή τις τεχνικές αφήγησης και τα «κειμενικά συμφραζόμενα» (sic) ή τα ποιητικά σύμβολα και να κριθεί από αυτά η εισαγωγή τους στο Πολυτεχνείο, τις Ιατρικές, τις Οικονομικές και λοιπές σχολές. Αυτά αφορούν κυρίως τις ανθρωπιστικές σπουδές του 1ου πεδίου, τους υποψήφιους φιλολόγους δηλαδή, (που θα τα διδαχτούν αναλυτικά εννοείται και στη σχολή τους για να τα διδάξουν κιόλας) και δεν πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο για τους υποψηφίους όλων των υπόλοιπων πεδίων, (που μπορεί και να μην τους αρέσει η λογοτεχνία) να πετύχουν την εισαγωγή στη σχολή της αρεσκείας τους. Η λογοτεχνία δεν είναι σαν τη γλώσσα που οι υποψήφιοι φοιτητές υποχρεούνται να την ξέρουν καλά και να τη χειρίζονται σωστά στις διάφορες μορφές της, ανάλογα και με τις απαιτήσεις του προφορικού ή γραπτού λόγου. 

Ζ.  Η παραγωγή λόγου, που προβλέπεται και στη Λογοτεχνία, δε θα πρέπει να ξεπερνά τις 150 λέξεις -σύμφωνα με την εγκύκλιο- που σημαίνει ότι κι εδώ μπαίνει ένας φραγμός στη σκέψη, την αναλυτική ερμηνεία ή τη διατύπωση αιτιολογημένης κρίσης για τον ήρωα και τα συναισθήματά του ή τις επιλογές της ζωής του, γεγονός που αντίκειται στη θεωρία της λογοτεχνίας και τη διδακτική αξιοποίηση των κειμένων της ποίησης και της πεζογραφίας. Δεν μπορείς να περιορίζεις την ερμηνευτική ανάλυση ή τον αιτιολογημένο αξιολογικό χαρακτηρισμό προσώπων και πράξεων σε 150 λέξεις μόνο και βέβαια δεν μπορείς να δεσμεύεις τα συναισθήματα ή τη φαντασία των μαθητών σε μια λογικά τυπική ή ενδεικτική απάντηση, αναμενόμενη ως επί το πλείστον. Επομένως η λογοτεχνία έτσι όπως εξετάζεται δεν περικλείει τιμή για την ίδια, δεν θα είναι λογοτεχνική η ανάλυση, αλλά άλλη μια μηχανιστική αναπαραγωγή λόγου προσαρμοσμένη στη λογική των πανελλαδικών όπως και οι περισσότερες εκθέσεις που διαβάζουμε στα βαθμολογικά. 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: 

Α.  Είναι σίγουρο ότι η Νεοελληνική Γλώσσα, ως πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα, χρειαζόταν κάποιες αλλαγές, αλλά όχι αυτές που προτείνονται -και με τον τρόπο που προτείνονται- από το ΙΕΠ. Δε θα κάνει το μάθημα ελκυστικότερο η Λογοτεχνία, το αντίθετο μάλλον οι μαθητές μπορεί στο τέλος να μισήσουν και τα δύο. Η Γλώσσα πρέπει να παραμείνει Γλώσσα, δηλαδή με Περίληψη (120 λέξεις) και Παραγωγή Λόγου (600 λέξεις τουλάχιστον) ως βασική εξέταση που θα αποδεικνύει την ικανότητα του μαθητή στο γράψιμο. Πρέπει απλώς να εμπλουτιστούν τα κείμενα που διδάσκονται οι μαθητές, οπότε πρέπει να αποσυρθούν τα παλιά βιβλία και να μπουν νεότερα και πιο σύγχρονα κείμενα με πιο ελεύθερη θεματολογία. Γι’ αυτό πρέπει να καταργηθούν και οι «Θεματικοί Κύκλοι» των τριών τάξεων ώστε να μην υπάρχει η συνήθης αναπαραγωγή από φροντιστήρια -κάθε είδους- «έτοιμης γνώσης» σε δοσμένα θέματα και βεβαίως τα θεωρούμενα SOS με τα διάφορα «σχεδιαγράμματα», που σκοτώνουν τη σκέψη και αφαιρούν όλο τον αυθορμητισμό και την ελευθερία της έκφρασης των μαθητών. 

Β. Οι ερωτήσεις κατανόησης Σωστού ή Λάθους μπορούν να γίνουν πιο σύνθετες και να μην είναι απλή μεταφορά φράσεων από το κείμενο και τόσο εύκολη η απάντησή τους.

Οι λεξιλογικές ερωτήσεις (συνώνυμα- αντώνυμα) πρέπει να είναι σαφώς πιο απαιτητικές και για πιο σπάνιες ή λόγιες λέξεις. Παράλληλα καλό θα ήταν να εξετάζεται και η ετυμολογία των λέξεων ή να ζητούνται και ομόρριζα απλά ή σύνθετα. 

Πρέπει να επανέλθουν οι ερωτήσεις τρόπων και μέσων πειθούς (που εξετάστηκαν τελευταία φορά το 2012). Τί νόημα έχει τότε η διδασκαλία τους αν δεν εξετάζονται; 

Η απόδοση ενός κυριολεκτικού ή μεταφορικού τίτλου ή και πλαγιοτίτλων στο δοσμένο κείμενο δεν ενδείκνυται ως ερώτηση γιατί οι μαθητές γράφουν λίγο πολύ τα ίδια και όλα θεωρούνται σωστά στο τέλος. 

Δεν είναι δυνατό να ζητάμε από μαθητές της Γ΄ Λυκείου να βρουν μόνο δύο ρήματα παθητικής φωνής (2018) ή δύο μεταφορές από το κείμενο. Είναι υποψήφιοι για το πανεπιστήμιο ας μην το ξεχνάμε…

Εκφράζω την προσωπική άποψη και αγωνία μου για τη Γλώσσα, που ξέρω ότι συμμερίζονται και πολλοί συνάδελφοί μου, με το δικαίωμα που μου δίνει η εμπειρία 28 χρόνων στην τάξη και με την ελπίδα να αλλάξει κάτι. 

                                                                                 Ευχαριστώ για την υπομονή σας.
                                                                       Απόστολος Παπατσίρος, 1ο ΓΕΛ. ΣΠΑΡΤΗΣ

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η στρέβλωση της πολιτικής ορθότητας


Η στρέβλωση της πολιτικής ορθότητας                                Παπατσίρος Απόστολος 
                                                                                                              φιλόλογος

    Ο όρος πολιτική ορθότητα (politically correct) είναι μια πολιτική αντίληψη και ιδεολογία για τον έλεγχο της δημόσιας έκφρασης των ανθρώπων δια νόμου και την υποχρεωτική συμμόρφωσή τους σε κανόνες δεοντολογίας και κυρίως ορολογίας, που θεωρούνται «πολιτικά ορθοί». Αφορά ένα σύνολο λέξεων που μπορεί να θεωρηθούν προκλητικές, ίσως και προσβλητικές για κάποιους ή απλά προβληματικές και ανεπιθύμητες από κάποιους άλλους, για τους δικούς τους λόγους, οπότε προτείνεται η αντικατάστασή τους από άλλες πιο ήπιες, ουδέτερες και αποδεκτές. Η αντικατάστασή τους αυτή δε θα πρέπει να γίνεται όμως απ’ τον καθένα προαιρετικά, αλλά απ’ όλους υποχρεωτικά και «επί ποινή», αν κάποιος «δε συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις». 

   Το απαύγασμα αυτής της «πολιτικής ορθότητας» είναι ο δικός μας αντιρατσιστικός νόμος, που προβλέπει ποινές για όποιον προκαλεί το μίσος ή ενδεχομένως υποκινεί τη ρατσιστική βία με τις απόψεις του, αρνείται γενοκτονίες, ολοκαυτώματα, εγκλήματα κ.α ή διατυπώνει απαξιωτικές κρίσεις για ανθρώπους με διαφορετική θρησκεία, φυλετική ή εθνική καταγωγή, κοινωνική προέλευση, σεξουαλική ταυτότητα κ.λ.π. έτσι ώστε να αποτραπεί η «ρητορική του μίσους» ή η «εχθροπάθεια». Δηλαδή απαγορεύεται να πεις κάποιον άνθρωπο που ανήκει στη μαύρη φυλή, μαύρο. Θα τον πεις «έγχρωμο» ή «Αφροαμερικανό», αν είναι, αλλά όχι μαύρο. Εννοείται βέβαια πως δε θα τον πεις ποτέ αράπη, νέγρο ή μιγά. Απαγορεύεται να πεις λαθρομετανάστης, θα πεις «παράτυπος μετανάστης». Κι ας λέμε κανονικά λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης, λαθροκυνηγός, λαθροθήρας, λαθρόβιος, λαθραναγνώστης κ.α. Ο «λαθρομετανάστης» είναι η εξαίρεση. Δε θα πεις τον αθίγγανο, γύφτο, αλλά ρομά, γιατί μπορεί να παρεξηγηθεί. Και ας έγραψε ο Παλαμάς τον «Δωδεκάλογο του γύφτου» ή ο Μανώλης Ρασούλης με τον Νίκο Ξυδάκη την «Εκδίκηση της γυφτιάς». Ποιητική αδεία θα σου πουν. Δε θα πεις τον άεργο, τεμπέλη, αλλά «μακροχρόνια άνεργο». Έτσι και ο μισθός πείνας τώρα βαφτίστηκε «υποκατώτατος (!) μισθός», ενώ η περικοπή των συντάξεων μετονομάστηκε σε «αναπλαισίωση» και πάει λέγοντας. Αν μη τι άλλο αυτές οι "επιτροπές σοφών" που τα εισηγούνται όλα αυτά έχουν πολλή φαντασία και ελάχιστη ντροπή, γιατί ασχολούνται μόνο με τους τύπους και χάνουν την ουσία παίζοντας με τις λέξεις και αγνοώντας τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων.

     Η θεωρία της «πολιτικής ορθότητας», ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ευπρεπίζει και ίσως εξευγενίζει τον λόγο, δεν παύει να είναι ένας νομικός ανορθολογισμός γιατί ποινικοποιεί τις σκέψεις ή τα λόγια των ανθρώπων, το αυτονόητο φυσικό αγαθό και ηθικό τους δικαίωμα έκφρασης γνώμης χωρίς αθέλητους περιορισμούς. Στον νομικό μας πολιτισμό αδίκημα γνώμης δεν υφίσταται -ποινικές είναι οι πράξεις- οπότε και η ελευθερία της έκφρασης δε θα πρέπει ν’ αμφισβητείται από κανέναν. Δεν μπορεί να φοβάσαι να πεις τη γνώμη σου μήπως και παραβείς τον «αντιρατσιστικό νόμο» και βρεθείς ξαφνικά κατηγορούμενος και απολογούμενος στα δικαστήρια. Αυτό λέγεται φίμωση και προληπτική λογοκρισία. Πρόσφατα (2018) πήρε μεγάλη δημοσιότητα η περίπτωση της συγγραφέως Σώτιας Τριανταφύλλου, η οποία δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε ευτυχώς, για την «πρόκληση ισλαμοφοβίας» από δημοσιευμένο άρθρο της, μετά από την τρομοκρατική επίθεση στο Μπατακλάν, σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά που κατατέθηκε εναντίον της. Και στη Γαλλία δικάστηκε δημοσιογράφος γιατί εξέφρασε την άποψη ότι οι περισσότεροι έμποροι ναρκωτικών στη χώρα του είναι μαύροι και Άραβες. Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι οι εισηγητές και οι υπέρμαχοι της θεωρίας για την «πολιτική ορθότητα» θεωρούνται και υπέρμαχοι ή ακτιβιστές για τα δικαιώματα του ανθρώπου κι επικαλούνται τους δημοκρατικούς αγώνες τους στο παρελθόν. Ο τέλειος παραλογισμός! Από ιδεολόγος αγωνιστής της δημοκρατίας και του κοινωνικού φιλελευθερισμού, διώκτης του ελεύθερου πνεύματος και λογοκριτής. 

    Το πιο εξωφρενικό όμως -και υποκριτικό ταυτόχρονα- είναι να σε εγκαλούν για παράβαση του νόμου ή και να σε απειλούν με μηνύσεις πολιτικά και άλλα πρόσωπα ή κόμματα και οργανώσεις, δημοσιογράφοι και λοιποί έμμισθοι κήρυκες της «πολιτικής ορθότητας», όταν οι ίδιοι εκφράζονται αγενώς και προκλητικά ή υποκινούν δημόσια και on camera το μίσος και τη βία εναντίον των πολιτικών αντιπάλων τους. Εκτός αν εκφράσεις του τύπου «γερμανοτσολιάδες», «δωσίλογοι», «τσακίστε τους φασίστες», «στα τέσσερα...», «εθνοπροδότες», «συμμορίτες», «βοθροκάναλα» κα. που ακούγαμε και στη βουλή ακόμα, δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του νόμου και δεν προκαλούν το μίσος των άλλων ή τον διχασμό του λαού. Είδαμε και ακούσαμε έκπληκτοι μεγαλόσχημο υπουργό της κυβέρνησης να προτρέπει οπαδούς «να λιντσάρουν δήμαρχο και ότι θα είναι μαζί τους» και έναν άλλο να αρνείται τη γενοκτονία των Ποντίων, την οποία έχει αναγνωρίσει η ελληνική βουλή, μιλώντας απλώς για «εθνοκάθαρση». Τότε γιατί δεν ίσχυσε ο νόμος για την «εχθροπάθεια»; Μήπως η «πολιτική ορθότητα» είναι τελικά για να ελέγχει τους αδύναμους και να παρηγορεί τους αφελείς; Ή να τιθασεύει μόνο τους αντιπάλους; Ή είναι μια «ωραία ιδέα» για να παριστάνουμε τους «προοδευτικούς»; 

    Όταν πρωτοδιάβασα τον όρο «εχθροπάθεια» δυσκολεύτηκα να μπω στο νόημα. Τι είναι αυτό που εκφράζει η «εχθροπάθεια» σκέφτηκα και δεν το εκφράζει το μίσος, η εχθρότητα, η έχθρα ή η μισαλλοδοξία; Άσε και που το επίθημα –πάθεια παραπέμπει σε έναν σωρό αρρώστιες (καρδιοπάθεια, αδενοπάθεια, δισκοπάθεια, ψυχοπάθεια κλπ). Τελικά κατάλαβα ότι είναι η «πολιτική ορθότητα» που μας υποβάλλει τον όρο από σεβασμό στους εχθρούς μας περισσότερο, πραγματικούς ή φανταστικούς και άσχετα με το τι πιστεύουν ή νιώθουν αυτοί για μας. Οπότε απαγορεύεται να πεις τους Τούρκους μπουνταλάδες γιατί μπορεί και να θυμώσουν ή απαγορεύεται να πεις τους Εβραίους Σιωνιστές, γιατί υποκινείς το μίσος εναντίον τους και ίσως τη βία, γι’ αυτό καλύτερα να σωπάσεις. Μην πεις Καλά Χριστούγεννα, γιατί δεν είναι όλοι χριστιανοί, αλλά Καλές γιορτές για να μη θιγεί το θρησκευτικό τους συναίσθημα. Μην πεις τίποτα για κανέναν μήπως και τον προκαλέσεις ή προκαλέσεις το μίσος των άλλων για αυτούς. Για αυτό και να φοβάσαι, μη μιλάς για να μην έχεις συνέπειες. 

  Η «πολιτική ορθότητα» γίνεται πλέον ενοχλητική και υποκριτική, και όχι μόνο για λόγους αισθητικούς. Γίνεται ενοχλητική όταν ξεφεύγει η ίδια από όρια της λογικής και της ευπρέπειας ή της σοβαρότητας. Γίνεται ενοχλητική όταν άλλοι σου λένε τι θα πεις και τι δεν πρέπει να ξαναπείς. Το είδαμε πρόσφατα κι αυτό, όταν η εισαγγελία του Αρείου Πάγου απέστειλε έκκληση στους εκπαιδευτικούς να μη χρησιμοποιούν τη λέξη «λαθρομετανάστες» αλλά «παράτυπα εισερχόμενα στη χώρα άτομα». Πάλι καλά που δεν ήταν και διαταγή. Και λες, καλά τόση βία υπάρχει γύρω μας, τόσες ληστείες, διαρρήξεις, κλοπές, δολοφονίες, επιθέσεις, τόσα οργανωμένα επεισόδια και έκτροπα, τόση αναρχία και παραλυσία. Γιατί δεν ασχολούνται μ’ αυτά οι εισαγγελείς; Εκεί δεν είναι υποκριτική η «πολιτική ορθότητα»; Άσε που λένε μετά στις ειδήσεις: «ο φερόμενος ως δράστης του στυγερού εγκλήματος ή της ληστείας», ενώ αυτός έχει ήδη ομολογήσει ή συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, για να προστατευτεί κιόλας. Και για να μη μείνει αναπάντητο ο όρος λαθρομετανάστης (από το λάθρα που σημαίνει κρυφά και μετανάστης) είναι κυριολεκτικός στο βαθμό που περιγράφει μια συγκεκριμένη επιλογή - συμπεριφορά ανθρώπων να μην εισέλθουν νόμιμα σε μια χώρα, αλλά κρυφά τη νύχτα ή πληρώνοντας ακόμα και δουλεμπόρους διακινητές της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο όρος υπάρχει για να τους διαχωρίζει από τους νόμιμους μετανάστες, τους αιτούντες κανονικά άσυλο, που έχουν ταυτότητα με όνομα, ηλικία, χώρα προέλευσης κλπ. και τυγχάνουν των ευεργετικών διατάξεων του νόμου με την έκδοση άδειας εισόδου, παραμονής και ασκήσεως εργασίας. Ο διαχωρισμός επομένως περιγράφει τη συμπεριφορά τους (λαθρομετανάστευση και παράνομη διακίνηση) και όχι τα ίδια τα πρόσωπα.     

   Την επιβολή αυτής της «πολιτικής ορθότητας» την ξαναείδαμε και με τον υποτιθέμενο «σεξισμό στη γλώσσα», (όπως έχω ξαναγράψει), αφού θεωρείται ως πειθαρχικό παράπτωμα λέει η «χρήση σεξιστικής γλώσσας» αν δε διαχωρίζεις τα γραμματικά γένη στα δημόσια έγγραφα και έτσι μας υποδεικνύεται αρμοδίως η «νέα γραμματική» και το «νέο συντακτικό» της «πολιτικής ορθότητας» από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας. Δηλαδή από δω και πέρα θα μιλάμε και θα γράφουμε μόνο με ντιρεκτίβες. Ή δε θα μιλάμε και καθόλου για να χουμε και το κεφάλι μας ήσυχο. 

   Αυτή η οριοθέτηση και τακτοποίηση της γλώσσας είναι μια μορφή λογοκρισίας νόμιμη και φανερή. Αν δεν μπορούμε να πούμε τα πράγματα ως έχουν, με το όνομά τους δηλαδή, πόση ελευθερία έχουμε; Δε λέμε να μιλάει άσχημα κάποιος ή να βρίζει. Δε θεωρούμε την αθυροστομία ή την εν γένει αγένεια, που όλοι καταδικάζουμε, ελευθερία έκφρασης. Εκεί εμείς βάζουμε τα όρια μόνοι μας με την αγωγή και την παιδεία που έχουμε και δεν περιμένουμε κανέναν «σοφό» να μας σώσει με τον νόμο και τον φόβο της ποινής. Η «πολιτική ορθότητα» γι’ αυτό επαναφέρει το κράτος του φόβου ή την επιβολή της τάξης, ορίζοντας η ίδια τα όρια και τους όρους ευπρέπειας κανονιστικά, οριζόντια και απρόσωπα δηλαδή μαζικά, σαν ένα είδος «κοινωνικής μηχανικής». Αυτή η «ορθότητα» εξυπηρετεί την «παγκόσμια τάξη» της οικονομίας και της πολιτικής η οποία δε θέλει τους ανθρώπους «αντιδραστικούς», αλλά παθητικούς, ενοχικούς και πρόθυμους να την υπηρετήσουν στη σκιά του φόβου. Έτσι πειθήνιοι, περίφοβοι και αδρανείς δε θα μιλάνε ποτέ και δε θα κάνουν κριτική σε κανέναν, αλλά θα κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους για να μην τη χάσουν κι αυτή. 

  Το θεωρητικό υπόβαθρο της «πολιτικής ορθότητας» όμως δεν υπήρχε σε ευνομούμενες δημοκρατίες, όσο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, που ήθελαν να ποδηγετούν τους λαούς τους με την «κομματική ορθότητα» και την πειθαρχία στην επίσημη γραμμή που χάραζε ο ηγέτης ή το κόμμα, για να ελέγχουν τα πάντα, ακόμα και τη σκέψη των ανθρώπων. Αυτό το σκοτεινό σκηνικό δηλαδή που περιγράφει ο Κάφκα στη «Δίκη» του και ο Όργουελ στο προφητικό «1984» που κυριαρχεί ο φόβος. Εκεί όλοι ευθυγραμμίζονται και υπακούν τυφλά στον νόμο, την εξουσία του κόμματος ή του Μεγάλου αδερφού. Αυτό το έργο τό ΄χουμε ξαναδεί. Γιατί να το ξαναζήσουμε; 

   Η «πολιτική ορθότητα» είναι ένας απλός ευφημισμός που δεν μπορεί να αλλάξει την ίδια την πραγματικότητα και τα πρόσωπα ή τις ομάδες που προστατεύει. Με την αοριστία της ή την υπερβολή της σε ορισμένες περιπτώσεις κρύβει την αλήθεια και συσκοτίζει την κρίση δημιουργώντας σύγχυση και περισσότερα προβλήματα ίσως από αυτά που υποτίθεται ότι επιλύει, ιδίως όταν σέρνει άδικα στα δικαστήρια ανθρώπους προπαντός που τολμούν να λένε φανερά ότι διαφωνούν. Σίγουρα προστατεύει ευπαθείς ομάδες και αμβλύνει στερεότυπα και διακρίσεις εις βάρος τους, αλλά μην είμαστε και τόσο βέβαιοι πάντα για τις αγαθές της προθέσεις και για τα «νόμιμα μέσα» που χρησιμοποιεί. Η υπεραπλούστευση και οι γενικεύσεις της είναι το ίδιο επικίνδυνες με τους διάφορους σεξισμούς, ρατσισμούς, φασισμούς που υποτίθεται ότι πολεμάει. Και προπαντός τους φασισμούς.