Κυριακή 21 Μαΐου 2023


                                                 


 

Ἐπίλογος,  Μανόλης Αναγνωστάκης

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.

«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος* ,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»

Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.

                                             (Στόχος 1970)

* Τίτος Πατρίκιος, ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς

 

Ερ. Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος κατά τη γνώμη σας; Σε ποιους απευθύνεται ο ποιητής και ποια είναι η διάθεσή του; Στην απάντησή σας να αξιολογήσετε τρεις κειμενικούς δείκτες της επιλογής σας.

   Το ποίημα «Επίλογος» που τελειώνει την ποιητική συλλογή του «Στόχου», είναι και το τελευταίο της ποιητικής διαδρομής συνολικά του Αναγνωστάκη και αποτελεί ένα είδος υποθήκης για τους ποιητές της γενιάς του. Σ’ αυτούς απευθύνεται ο ποιητής λέγοντάς τους ότι δεν πρέπει να τρέφουν αυταπάτες για τους στίχους που γράφουν, τους οποίους και παρομοιάζει είτε σαν «δύο θαμπούς προβολείς μες την ομίχλη», που δεν φωτίζουν δηλαδή είτε σαν ένα «δελτάριο μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ», μια επιστολική κάρτα στους φίλους δηλαδή που να τους λέει ότι είναι ζωντανοί κι ότι ακόμα γράφουν. Για τον λόγο αυτό ο ποιητής επιλέγει το β΄ ενικό πρόσωπο, σαν να θέλει, υπό μορφή διαλόγου, να νουθετήσει και να παρηγορήσει τους φίλους ποιητές, αφού θα τους απογοητεύσει πρώτα με την πικρή του διαπίστωση ότι «κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες, κανένας στίχος δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα», όπως έλεγε πολύ σωστά κι ο φίλος του Τίτος Πατρίκιος. Εδώ φαίνεται και η δική του απογοήτευση και αθυμία για την αδυναμία της ποίησης να αναστρέψει το πολιτικό κλίμα, να υποδείξει τον δρόμο και να οδηγήσει την κοινωνία. Αυτή είναι και η ιδεολογική τους ήττα, η διάψευση των ελπίδων που έτρεφαν κάποτε για την ποίηση και τον επαναστατικό της ρόλο ως τέχνης με κοινωνικό ή πολιτικό μήνυμα και σκοπό. Ωστόσο ο ποιητής δε διακηρύσσει την ηττοπάθεια, την παραίτηση ή τη φυγή, αντιθέτως σπεύδει να προτρέψει τους ποιητές να «δείξουν τα χέρια τους», ακόμα κι ας τους λένε οι άλλοι ότι είναι «ανάπηροι», δηλαδή ανήμποροι, αλλά τους προτρέπει να αντισταθούν στην απάθεια και την αδράνεια με την κριτική τους στάση. Το μήνυμα της αντίδρασης αυτής είναι διατυπωμένο εγερτικά κι εμφατικά με ειρωνικό τόνο και σε προστακτική έγκλιση με προτρεπτικό χαρακτήρα: «Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς», κι αντίθετα με το χριστιανικό κήρυγμα, «μην κρίνετε ίνα μην κριθήτε», που δεν εκφράζει ανήσυχα πνεύματα, όπως εδώ ο ποιητής.


Πέμπτη 13 Απριλίου 2023




Che fece . . . il gran rifiuto*, Κ. Π. Καβάφης

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ’χει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα


πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.
                                                                  [1899, 1901]



* Che fece . . . il gran rifiuto: Εκείνος που έκανε τη μεγάλη άρνηση. Στίχος του Δάντη με παράλειψη όμως των λέξεων per vilta που σημαίνουν «από δειλία».



   Το θέμα του ποιήματος είναι ένα δίλημμα που σημαδεύει τη ζωή του ποιητή και πρέπει να αποφασίσει με ένα Ναι ή ένα Όχι. Παρότι δεν προσδιορίζει τον λόγο που βρίσκεται σε δίλημμα ο ποιητής, λέει πως το δίλημμα αυτό δεν αφορά όλους τους ανθρώπους, αλλά μερικούς και ίσως περισσότερο εκλεκτούς, οι οποίοι λένε αμέσως Ναι και παίρνουν θέση για «την τιμή και την πεποίθησή τους». Όμως ο ποιητής αρνείται να συμβιβαστεί μαζί τους, να υπακούσει με ευκολία και τελικά να υποκύψει σε ό,τι δε θέλει ή δεν μπορεί ή δεν πρέπει να κάνει γιατί δεν του αρμόζει και προτιμά το Όχι. Η συνείδησή του δεν τον αφήνει και δε μετανιώνει για την άρνησή του αυτή «σε όλη τη ζωή του», παρά το ότι τον βασανίζει η σκέψη αν έπραξε σωστά. Το Όχι το δικό του είναι η δύσκολη επιλογή, προφανώς έχει ένα τίμημα βαρύ για να «τον καταβάλλει» έτσι. Γι’ αυτό η ζωή του ποιητή μπαίνει σε δοκιμασία ή και στο περιθώριο, ιδίως αν σκεφτούμε ότι ζούσε αντισυμβατικά, αλλά δεν πτοείται και δεν υπαναχωρεί στην άρνησή του γιατί ξέρει ότι έτσι υπερασπίζεται τις αρχές του με τις πράξεις του, «το σωστό», το Όχι το δικό του.

     Το ποίημα δομείται πάνω στην αντίθεση ανάμεσα «στο μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι», η οποία εκτός από λεκτική ή λογική είναι και ηθική γιατί εκφράζει εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες ανθρώπων. Η αντίθεση αυτή ως δίλημμα εντείνεται δραματικά με την επιλογή του διασκελισμού όχι μόνο ανάμεσα στους στίχους, αλλά και ανάμεσα στις δύο στροφές. Εξάλλου το Ναι και το Όχι αποδίδονται με κεφαλαίο, που τα κάνει περισσότερο διακριτά μέσα στην αφαιρετική σύνθεση του ποιήματος και τη σκόπιμη ελλειπτικότητα του ύφους, αφού απουσιάζουν οι εικόνες και οι ηχηρές λέξεις, η γλώσσα είναι ιδιότυπη, σχεδόν πεζολογική παρότι ομοιοκαταληκτούν οι στίχοι (αββα, γδδγ). Η επιλογή του τίτλου από τον Δάντη και στην ιταλική γλώσσα -αποσιωπώντας όμως τη δειλία «per vilta» - είναι μια σκόπιμη αναδιατύπωση/παράφραση με πρόθεση αναστοχασμού βέβαια και ένα σχόλιο για την προσωπική του στάση ζωής που δεν τη διέκρινε η δειλία.