Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Α΄ Λυκείου - Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία Α΄ Λυκείου - Πηγές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Ιστορία Α΄ Λυκείου - Πηγές

           
                                                                            
ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ – ΠΗΓΕΣ 

                                                                 
                                                                                               Παπατσίρος Απόστολος
                                                                                                            Φιλόλογος

Α. Από διάφορες πηγές:
 
1)  Η πόλη-κράτος

   Χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλεως, όπως μας παρουσιάζεται αργότερα κατά την πλήρη διαμόρφωσή της, είναι η ανεξαρτησία της τόσο σε σχέση με άλλες κοινότητες (από την άποψη του «διεθνούς δικαίου», όπως θα λέγαμε, τηρουμένων των αναλογιών, σήμερα), όσο και ως προς την πολιτειακή της οργάνωση: η ανεξαρτησία στην πρώτη περίπτωση εκφράζεται με την έννοια ελευθερία, στη δεύτερη με την έννοια αυτονομία, που σημαίνει το δικαίωμα της πόλεως να ζει σύμφωνα με τους δικούς της νόμους. Εκτός από αυτά ένα άλλο ιδανικό της πόλεως ήταν η οικονομική αυτάρκεια, δηλαδή η δυνατότητα να εξασφαλίζει την διατροφή του πληθυσμού με τους δικούς της πόρους, χωρίς να εισάγει προϊόντα από αλλού -ιδανικό βέβαια που δεν ήταν πάντοτε εφικτό. Έτσι, κάθε πόλη με την γύρω περιοχή της αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος, που σήμερα ονομάζεται συνήθως «πόλη-κράτος» ή καλύτερα «κοινότητα-κράτος», επειδή σύμφωνα με την αντίληψη των αρχαίων την πόλη δεν την αποτελούσαν τα τείχη και τα σπίτια, αλλά το σύνολο των πολιτών. Με τη συγκέντρωση του πληθυσμού η διοίκηση της πόλεως απέκτησε μεγαλύτερη συνοχή και αποτελεσματικότητα σε σχέση με τη διοίκηση του φυλετικού κράτους στο παρελθόν. Ενώ σ’ αυτό οι μεγάλες συνελεύσεις του φύλου γίνονταν σπάνια και για να πραγματοποιηθούν έπρεπε να υπερνικηθούν αρκετές δυσκολίες, οι κάτοικοι της πόλεως μπορούσαν, κάθε φορά που κρινόταν αναγκαίο, να «καλούνται» εύκολα σε συνέλευση (από το ρήμα «ἐκκαλεῖν»). 

  Επειδή με τον τρόπο αυτό ικανοποιούνταν οι ανάγκες μιας έντονης πολιτικής και πολιτιστικής ζωής, την ανάπτυξη της πόλεως βρίσκουμε στις ανέκαθεν περισσότερο προηγμένες ανατολικές περιοχές της μητροπολιτικής Ελλάδας, ενώ στις δυτικές, δηλαδή στην Αιτωλία, Ακαρνανία κ.ά. εξακολουθούσε να υπάρχει η φυλετική οργάνωση, και ο πληθυσμός κατοικούσε σε φυσικές οχυρές θέσεις και χωριά. 
                                                             Ulrich Wilcken, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, σσ. 86-87. 

2. Ποιες ιστορικές πληροφορίες για την οικονομική και κοινωνική συγκρότηση της Ομηρικής εποχής αντλούμε από την ανάγνωση των πηγών αυτών; (Ομήρου, Οδύσσεια – Ραψωδία Α΄ στίχοι 180-199, 435-445). Να αναφέρετε τα συγκεκριμένα χωρία-λέξεις.

α) Οδύσσεια Α΄ (180-199)

Τότ’ ἕτσι ἡ φωτοστάλαχτη τ’ ἀπαντησε ἡ Παλλάδα                180
«Μετὰ χαρᾶς σου ἐγὼ ὅλα αὐτὰ θὰ σοῦ τὰ πῶ ὅπως εἶναι.
Μέντης τ’ Ἀγχιάλου ὁ γιὸς παινεύομαι πὼς εἶμαι
καὶ τοὺς Ταφιῶτες κυβερνῶ τοὺς θαλασσοθρεμμένους
τώρα, καὶ πάω σ’ ἀλλόγλωσσους ἀνθρώπους, στὴν Τεμέση,
τὴ θάλασσα ἀρμενίζοντας, χαλκὸ νὰ πάρω ἐκεῖθε.                  185
Μακριὰ ἀπ’ τὴν πόλη τὸ γοργὸ καράβι σύραμε ὅξω,
κάτω ἀπ’ τὸ δασωμένο Νηό, στοῦ Ρείθρου τὸ λιμάνι.
Εἴμαστε φίλοι πατρικοὶ κι οἱ δυό μας ἀπὸ πρῶτα,
κι ἂν πᾶς στὸ γερομαχητὴ Λαέρτη ρώτησέ τον,
ποὺ λένε πὼς δὲν ἔρχεται στὴ χώρα πιὰ ποτέ του,                   190
μόν’ ζῆ μακριὰ στὴν ἐξοχὴ μὲ πίκρες καὶ φαρμάκια,
μαζὶ μὲ μιὰ γερόντισσα δούλα, ποὺ τὸ τραπέζι
τοῦ στρώνει καὶ φαῒ κρασὶ τοῦ βάζει, ὅταν τοῦ κόψη
τὰ γόνατά του ἡ κούραση, τὴν ὥρα ποὺ ἀνεβαίνει
σέρνοντας πάνω σὲ κορφὲς ἀμπελοφυτεμένες.                        195
Κι ἦρθα γιατὶ μοῦ λέγανε πὼς γύρισε ὁ Δυσσέας,
μὰ νά, οἱ ἀθάνατοι θεοὶ τὸ δρόμο τοῦ ἐμποδίζουν.
Γιατὶ δὲν πέθανε ὁ θεϊκὸς Δυσσέας, ὅχι ἀκόμα,
μόν’ κάπου ζῆ στῆς θάλασσας τὰ πλάτια ἀποκλεισμένος,

Οδύσσεια-Α΄(435-445)

Μὲς στὴν πλακοστρωμένη αὐλὴ ψηλόχτιστο εχε πύργο        435
σὲ μέρος ξέφαντο κι ἐκεῖ πήγαινε νὰ πλαγιάση
ὁ συνετὸς Τηλέμαχος πολυσυλλογισμένος.
Πίσω του ἀκλούθαε μὲ δαδὶ φλογόφεγγο στὸ χέρι
κι ἡ μπιστεμένη Εὐρύκλεια τοῦ ῎Ωπου ἡ θυγατέρα,
ποὺ κόρη τὴν ἀγόρασε πρωτόχνουδη ὁ Λαέρτης,                   440
μὲ βιὸς δικό του, δίνοντας γι’ αὐτὴν εἴκοσι βόδια
κι ἴσα μὲ τὴ γυναίκα του στὸ σπίτι τὴν τιμοῦσε
μὰ δὲν τὴν πλάγιασε ποτέ, νὰ μὴ θυμώση ἐκείνη.
Αὐτὴ τοῦ πήγαινε τὸ φῶς κι ἀπὸ μωρὸ παιδάκι
μ’ ἀγάπη τὸν μεγάλωσε ποὺ ἄλλη δὲν τοῦ ᾽χε σκλάβα.         445

3) Ερώτηση συνδυαστική και κρίσεως από τις πρωτογενείς ιστορικές πηγές:  
παράδειγμα 1ο: 
  Ποιο ιδεώδες εκφράζεται στα δύο αποσπάσματα; Να συγκρίνετε και να αξιολογήσετε τις θεωρήσεις των ανθρώπων της ομηρικής και της αρχαϊκής εποχής για τη ζωή και τον θάνατο. 

1. Έκτωρ και Ανδρομάχη: Ο αποχαιρετισμός  (Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Ζ 429-481)

Έκτωρ, συ είσαι δι’ εμέ πατέρας και μητέρα, συ αδελφός, 
συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.
Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως
ορφανό κάμης το παιδί και χήραν την γυναίκα.
Κι εκεί στην αγριοσυκιά τους άνδρες στήσε οπού’ναι
η πόλις καλοανέβατη, καλόπαρτο το τείχος.
Τρεις το δοκίμασαν φορές των Αχαιών οι πρώτοι,
οι Αίαντες, και ο δοξαστός Ιδομενεύς και οι δύο
Ατρείδες και ο ατρόμητος Τυδείδης ενωμένοι.
Ή το φανέρωσε σ’ αυτούς χρησμών εξαίσιος γνώστης,
ή τους κινεί μόν’ η ψυχή σ’ αυτό και τους διδάσκει.».
Και προς αυτήν απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Όλα τα αισθάνομαι κι εγώ, γυνή μου, αλλά φοβούμαι
και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,
αν μ’ έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην.

Ούδ’ η καρδιά μου θέλει το, που μ’ έμαθε να είμαι
γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχωμαι των Τρώων
χάριν της δόξας του πατρός και της δικής μου ακόμη.
Ότ’ είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου.                                                                                   Θα φθάση η μέρα να χαθή κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του.
Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου
και των γλυκών μου αδελφών
, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα
όσ’ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρη
εις την δουλείαν,
ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίης,
εις τ’ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνης προσταγμένη.
Απ’ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνη στανικώς, από σκληρήν ανάγκην.
Κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν
του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον,
που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν.».
Αυτά θα ειπούν και μέσα σου θα ξαναζήση ο πόνος
του ανδρός εκείνου, όπου δεν ζη δια να σε ελευθερώση.
Αλλά παρά τον θρήνον σου και τ’ όνειδος ν’ ακούσω
βαθιά στην γην καλύτερα να με σκεπάση ο τάφος
.».
Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του.
Έσκουξ’ εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας.
Φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν’ αστράφτουν
τ’ άρματα και απ’ την κόρυθα της περικεφαλαίας
την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόταν.
Εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα.
Και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαίαν
και καταγής την έθεσαν οπού λαμποκοπούσε.
φίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του
κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία,
κι όλ’ οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου
τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπη,
στ’ άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιν βασιλέας,
και ως έρχεται απ’ τον πόλεμον μ’ άρματα αιματωμένα,
εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη
και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα.».

Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας
το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος
το πήρε γελοκλαίοντας. Την ελυπήθη εκείνος,
εχάιδευσέ την κι έλεγε: «Αγαπητή, μη θέλεις
τόσο δι’ εμέ να θλίβεσαι, στοχάσου ότι στον Άδη
δε θα με στειλη άνθρωπος η ώρα μου πριν φθάση.
Και άνθρωπος άμα γεννηθή είτε γενναίος είναι,
είτε δειλός δεν δύναται τη μοίρα ν’ αποφύγη.
Αλλ’ άμε σπίτι, έχει στον νουν τα έργα τα δικά σου,
την ηλακάτην, τ’ αργαλειό, και πρόσταζε τες κόρες
να εργάζωνται. Στον πόλεμον θα καταγίνουν όλοι
οι άνδρες που εγεννήθησαν στην Τροίαν κι εγώ πρώτος.».
                                    (Μετάφραση Ιακώβου Πολυλά, ΟΕΔΒ, 2001)


2. Ο ρίψασπις (Αρχίλοχος ο Πάριος, 6ος αι. πΧ, λυρική ποίηση)

 σπδι μν Σαων τις γλλεται͵ ν παρ

  θμνωι͵ ντος μμητον͵ κλλιπον

  οκ θλων· ατν δ΄ ξεσωσα.

  τ μοι μλει σπς κενη; ρρτω·

  ξατις κτσομαι ο κακω.



  Με την ασπίδα μου χαίρεται κάποιος Σάιος, την οποία

  δίπλα σ’ ένα θάμνο -όπλο μου περίτεχνο- πέταξα

  χωρίς να το θέλω· τον εαυτό μου όμως έσωσα.

  Τί με νοιάζει η ασπίδα εκείνη; Ας χαθεί·

  Πάλι θα αποκτήσω καλύτερη.  



Παράδειγμα 2ο:                         
Πώς αποδεικνύεται η ανωτερότητα του ήθους και η πειθαρχία των Σπαρτιατών από τις ακόλουθες πηγές;
        
            πηγή 1η:    Το ήθος των Σπαρτιατών

Πώς αντιμετώπιζαν την ήττα οι Αθηναίοι και πως οι Σπαρτιάτες:

    Μετά την ήττα των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες στους Αιγός Ποταμούς το 405 π.Χ, που σήμανε και το τέλος της αθηναϊκής ηγεμονίας στις άλλες ελληνικές πόλεις, έφτασε το κακό μαντάτο στην Αθήνα με το ιερό τους πλοίο, την Πάραλο. Τις αντιδράσεις του αθηναϊκού λαού στο άγγελμα της θλιβερής είδησης περιγράφει ο Ξενοφώντας (Ελληνικά, βιβλίο Β, Κεφάλαιο 2. § 3)

[2.3] ᾿Εν δὲ ταῖς ᾿Αθήναις τῆς Παράλου ἀφικομένης νυκτὸς ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων· ὥστ” ἐκείνης τῆς νυκτὸς οὐδεὶς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον τοὺς ἀπολωλότας πενθοῦντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶἑαυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οἷα ἐποίησαν Μηλίους τε Λακεδαιμονίων ἀποίκους ὄντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ,καὶ ῾Ιστιαιέας καὶ Σκιωναίους καὶ Τορωναίους καὶ Αἰγινήτας καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν ῾Ελλήνων.


[2.3] Στην Αθήνα η Πάραλος έφτασε νύχτα και μαθεύτηκε η συμφορά· και σηκώθηκε θρήνος που από τον Πειραιά μέσα απ’ τα μακρά τείχη έφτασε στο άστυ, καθώς ο ένας έλεγε στον άλλον τις κακές ειδήσεις, και κανένας εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι, καθώς θρηνούσαν όχι μόνο αυτούς που χάθηκαν αλλά ακόμη πιο πολύ τον ίδιο τους τον εαυτό, γιατί περίμεναν ότι θα πάθουν ό,τι έκαναν στους Μηλίους, που ήταν άποικοι των Λακεδαιμονίων, και τους Σκιωναίους και τους Τορωναίους και τους Αιγινήτες και πολλούς άλλους Έλληνες. (Μετάφραση συντακτικής ομάδας).

   Μετά την ήττα των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα το 371 π.Χ από τους Θηβαίους, που σήμανε και την απαρχή της πτώσης της σπαρτιατικής δύναμης, έφτασε το θλιβερό άγγελμα στη Σπάρτη, ενώ γίνονταν αγώνες και την αντίδραση των Σπαρτιατών περιγράφει ο Ξενοφώντας (Ελληνικά, βιβλίο Δ'–Ζ'. 4.16 ).

[6.4.16] Γενομένων δὲ τούτων, ὁ μὲν εἰς τὴν Λακεδαίμονα ἀγγελῶν τὸ πάθος ἀφικνεῖται γυμνοπαιδιῶν τε οὔσης τῆς τελευταίας καὶ τοῦ ἀνδρικοῦ χοροῦ ἔνδον ὄντος· οἱ δὲ ἔφοροι ἐπεὶ ἤκουσαν τὸ πάθος, ἐλυποῦντο μέν, ὥσπερ, οἶμαι, ἀνάγκη· τὸν μέντοι χορὸν οὐκ ἐξήγαγον, ἀλλὰ διαγωνίσασθαι εἴων. καὶ τὰ μὲν ὀνόματα πρὸς τοὺς οἰκείους ἑκάστου τῶν τεθνεώτων ἀπέδοσαν· προεῖπαν δὲ ταῖς γυναιξὶ μὴ ποιεῖν κραυγήν, ἀλλὰ σιγῇ τὸ πάθος φέρειν. τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἦν ὁρᾶν, ὧν μὲν ἐτέθνασαν οἱ προσήκοντες, λιπαροὺς καὶ φαιδροὺς ἐν τῷ φανερῷ ἀναστρεφομένους, ὧν δὲ ζῶντες ἠγγελμένοι ἦσαν, ὀλίγους ἂν εἶδες, τούτους δὲ σκυθρωποὺς καὶ ταπεινοὺς περιιόντας.

[6.4.16] Όταν έγιναν αυτά, ο αγγελιοφόρος που στάλθηκε στη Σπάρτη για να αναγγείλει τη συμφορά έφτασε την τελευταία μέρα της γιορτής των γυμνοπαιδιών και την ώρα που ο χορός των ανδρών ήταν μέσα (πάνω στη σκηνή)· κι όταν οι έφοροι πληροφορήθηκαν το κακό, λυπήθηκαν βέβαια, νομίζω, όπως το επέβαλλε η περίσταση· όμως δεν έβγαλαν έξω (από το θέατρο) το χορό, αλλά τον άφησαν να συνεχίσει. Ανακοίνωσαν βέβαια τα ονόματα καθενός από τους νεκρούς στους οικείους τους· είπαν ταυτόχρονα στις γυναίκες να μην ξεσπάσουν σε θρήνους, αλλά να υπομένουν το κακό σιωπηλές. Και την επόμενη μέρα μπορούσε κανείς να δει να κυκλοφορούν άνετα περήφανοι και με φωτεινά πρόσωπα οι συγγενείς όσων είχαν φονευθεί, ενώ οι οικείοι αυτών που είχε αναφερθεί ότι είναι ζωντανοί ήταν έξω λίγοι, που μάλιστα κυκλοφορούσαν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι. (μτφ. Γ.Α. Ράπτης 2005 Ξενοφώντος Ελληνικά Δ'–Ζ' Ζήτρος.)

                       πηγή 2η:  Η μεγαθυμία των Σπαρτιατών

[2.2.19] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ ἄλλοι πρέσβεις ἐπεὶ ἦσαν ἐν Σελλασίᾳ, ἐρωτώμενοι δὲ ἐπὶ τίνι λόγῳ ἥκοιεν εἶπον ὅτι αὐτοκράτορες περὶ εἰρήνης, μετὰ ταῦτα οἱ ἔφοροι καλεῖν ἐκέλευον αὐτούς. ἐπεὶ δ᾽ ἧκον, ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἀντέλεγον Κορίνθιοι καὶ Θηβαῖοι μάλιστα, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τῶν Ἑλλήνων, μὴ σπένδεσθαι Ἀθηναίοις, ἀλλ᾽ ἐξαιρεῖν. [2.2.20] Λακεδαιμόνιοι δὲ οὐκ ἔφασαν πόλιν Ἑλληνίδα ἀνδραποδιεῖν μέγα ἀγαθὸν εἰργασμένην ἐν τοῖς μεγίστοις κινδύνοις γενομένοις τῇ Ἑλλάδι, ἀλλ᾽ ἐποιοῦντο εἰρήνην ἐφ᾽ ᾧ τά τε μακρὰ τείχη καὶ τὸν Πειραιᾶ καθελόντας καὶ τὰς ναῦς πλὴν δώδεκα παραδόντας καὶ τοὺς φυγάδας καθέντας τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον νομίζοντας Λακεδαιμονίοις ἕπεσθαι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ὅποι ἂν ἡγῶνται. 


[2.2.19] Σαν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλασία και τους ρώτησαν τι έρχονται να κάνουν, αποκρίθηκαν ότι έρχονται πληρεξούσιοι να διαπραγματευτούν ειρήνη. Τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν, κι όταν ήρθαν συγκάλεσαν Συνέλευση. Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και ιδίως οι Κορίνθιοι κι οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν. [2.2.20] Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα· δέχτηκαν λοιπόν να γίνει ειρήνη με τον όρο ότι οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω τους εξόριστους, θα 'χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί. ( μετ Ρ. Ρούφου)

    

 (σχολιασμός) 
   Η Αθήνα είχε ήδη ηττηθεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο και ήταν στο έλεος της Σπάρτης και των συμμάχων της. Ζητάει λοιπόν ειρήνη από τους Σπαρτιάτες με την αποστολή πρεσβείας υπό τον Θηραμένη, κι ενώ Κορίνθιοι και Θηβαίοι την αρνούνται και απαιτούν την καταστροφή της Αθήνας, οι Σπαρτιάτες αρνούνται να υποδουλώσουν την πόλη που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει στην Ελλάδα κατά τους Μηδικούς πολέμους. Έτσι δείχνουν την ανωτερότητα του νικητή με τον σεβασμό τους απέναντι στον ηττημένο για την ιστορία του και τη δόξα του που κερδήθηκε στα πεδία των μαχών για χάρη της Ελλάδας. Αυτή είναι η διαφορά της σκέψης που έκανε τους Σπαρτιάτες να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους Έλληνες και τη Σπάρτη περήφανη για τις αρχές της.

    Οι νόμοι της Σπάρτης ενέπνεαν το ήθος των ανθρώπων της· τους έκαναν δαμασίμβροτους, δηλαδή πειθαρχικούς και πρόθυμους να υπηρετούν την πόλη τους, να νιώθουν την αξία της υπακοής στον νόμο και να ακολουθούν τις παραδόσεις της φυλής. Για αυτό και όπως λέγεται ο Λυκούργος δεν έγραψε σε πλάκες τη "Μεγάλη ρήτρα", τους νόμους του δηλαδή ώστε να είναι ορατοί σε όλους, γιατί δε χρειαζόταν αφού εμπιστευόταν το ένστικτο και την πειθαρχία των Σπαρτιατών.


         παράλληλη πηγή:
"Σπάρτη δαμασίμβροτος"
    

    Γιά τήν ἀλήθεια τοῦ ἀνωτέρω σκεπτικοῦ, ἄς ληφθεῖ ὑπ΄ὄψιν τό χωρίο τοῦ Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Ἀγησίλαος – Πομπήιο, 1. …διό καί φασιν ὑπό Σιμωνίδου τήν Σπάρτην προσηγορεῦσθαι «δαμασίμβροτον», ὡς μάλιστα διά τῶν ἐθῶν τούς πολίτας τοῖς νόμοις πειθηνίους καί χειροήθεις ποιοῦσαν , ὥσπερ ἵππους εὐθύς ἐξ ἀρχῆς δαμαζομένους, (γι΄αὐτό καί λένε ὅτι ὑπό τοῦ Σιμωνίδου ἡ Σπάρτη προσαγορεύτηκε «δαμασίμβροτος» (= αὐτή πού δαμάζει τούς ἀνθρώπους), διότι αὐτή κατά κύριο λόγο ἔκανε διά τῶν ἐθίμων τούς πολίτες πειθαρχικούς στούς νόμους καί ὑπάκουους, ἀκριβῶς ὅπως τά ἄλογα πού ἀπό νεαρή ἡλικία τά δαμάζουν).
    Αὐτή τήν τυφλή ὑποταγή τῶν Λακεδαιμονίων δημοτῶν στόν νόμο, πού τούς ἔκανε μία σφιγμένη γροθιά καί ἀκαταμάχητη πολεμική μηχανή τῆς ἐποχῆς, μνημονεύει καί ὁ Ἡρόδοτος, Πολύμνια, 104, (ὁ Δημάρατος ἐνημερώνει τόν Ξέρξη γιά τούς Σπαρτιάτες). Ἐλεύθεροι γάρ ἐόντες οὐ πάντα ἐλεύθεροί εἰσι• ἔπεστι γάρ σφι δεσπότης νόμος, τόν ὑποδειμαίνουσι πολλῷ ἔτι μᾶλλον ἤ οἱ σοί σέ. (Διότι εἶναι ἐλεύθεροι πολίτες ἀλλά ὄχι παντελῶς ἐλεύθεροι, διότι πάνω ἀπό αὐτούς θεωροῦν ἀφέντη τόν νόμο, τόν ὁποῖο φοβοῦνται περισσότερο ἀπό ὅσο φοβοῦνται ἐσένα οἱ ὑπήκοοί σου).