Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022


                                                     


 «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.»,  Μανόλης Αναγνωστάκης

  Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Ο Στόχος» (1970). Είναι ποίημα πολιτικής διαμαρτυρίας με αναφορές στην Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη μεταπολεμική Ελλάδα και τη Δικτατορία. Και τότε οι Έλληνες μετανάστευαν προσδοκώντας ένα καλύτερο αύριο. Ο ποιητής αναφέρεται τυπικά στη Θεσσαλονίκη, ουσιαστικά όμως εννοεί όλη την Ελλάδα που αλλάζει πρόσωπο.

Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά-
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίζουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές

      Η Ελλάς των Ελλήνων.


Ερώτηση: Γιατί ο ποιητής συγκρίνει το παρελθόν που έζησε παιδί με την εποχή που γράφει; Να εντοπίσετε και να εξηγήσετε τα σημεία που διαφαίνεται ειρωνικός τόνος στο ποίημα. (200 λέξεις)

    Το ποίημα αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρα πόλη του ποιητή, αλλά υπονοείται και όλη η Ελλάδα ως τοπίο που μεταλλάσσεται μεταπολεμικά μέχρι και τη δεκαετία του ΄70 καθώς αλλάζει και η συμπεριφορά των ανθρώπων. Το σκηνικό του ποιήματος είναι η γειτονιά της οδού Αιγύπτου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ποιητής, που πια δεν υπάρχει. Τώρα εκεί «περνούνε τροχοφόρα», «υψώνεται το Μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών» και είναι «Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως», που φανερώνουν και τις νέες αξίες που κυριαρχούν, δηλαδή το χρήμα και τις συναλλαγές. Το παρελθόν συγκινεί τον ποιητή ως ανάμνηση των παιδικών χρόνων και τον εμπνέει ακόμα γιατί του θυμίζει τα λόγια του πατέρα του, ότι θα «γνωρίσει καλύτερες μέρες», μόνο που το παρόν τον απογοητεύει γιατί τελικά δεν τις έζησε, αφού διάφορα δεινά από τότε, που εδώ αναφέρονται σχηματικά ως «αρρώστιες», «πλημμύρες, σεισμοί, καταποντισμοί» και «θωρακισμένοι στρατιώτες», με σαφή υπαινιγμό στη στρατιωτική Δικτατορία της εποχής, ανάγκαζαν άλλους να μεταναστεύουν στο εξωτερικό «εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν», κι άλλους να συναλλάσσονται «εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται»κι εδώ έγκειται όλη η ειρωνεία του ποιήματος γιατί υπονοείται και η πολιτική συναλλαγή, μετά και την ιδεολογική ήττα και η υπαγωγή σε ένα νέο σύστημα αξιών που κυριαρχούσε ο συμβιβασμός, η ιδιοτέλεια και το βόλεμα. Το ειρωνικό σχόλιο επιτείνεται με την υπόμνηση του στίχου του Σεφέρη, «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», «η Ελλάς των Ελλήνων», όπως λέει και στο τέλος στο επιμύθιο με το γνωστό σύνθημα της Δικτατορίας. Ειρωνική είναι και η σκόπιμη επανάληψη λέξεων που δείχνουν την απαισιοδοξία του ποιητή ότι θα αλλάξει κάποτε αυτή η μοίρα «στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους».
                                                                                                               Παπατσίρος Απόστολος      




Από τη Μαρία Νεφέλη,  Οδυσσέας Ελύτης

Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους ποιητές
Που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες
Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα
Όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα...
Δε πα’ να σας φωνάζουν - ούτ’ ένας σας δεν απαντά
Έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα
Τίποτα σεις διεκδικείτε – να 'ξερα με τί νου -
Τα δικαιώματά σας επί του κενού!
Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ώ της αμεριμνησίας
Αποπνέετε το μάταιο της ιδιοκτησίας.

Ερώτηση.: Πώς παρουσιάζονται οι ποιητές στο συγκεκριμένο ποίημα από τον ποιητή; Τι τους καταλογίζει συνολικά; Πώς κρίνετε τη στάση του αυτή με δεδομένο ότι και ο ίδιος είναι ποιητής; (200 λέξεις)

   Στο ποίημα Μαρία Νεφέλη, ο Οδυσσέας Ελύτης απευθύνεται προς τους ποιητές με έναν λόγο απορίας αρχικά για τον λόγο απουσίας τους από τα κοινωνικά προβλήματα και με ειρωνεία στη συνέχεια για τον ματαιόδοξο τρόπο της ζωής τους. Διερωτάται αρχικά: «τί να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους ποιητές που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες», θέλοντας έτσι να δείξει την απογοήτευσή του για την απουσία τους, αλλά και την αποδοκιμασία του για την έπαρσή τους, αφού νομίζουν ότι είναι «ψυχές αήττητες». Τους επικρίνει παρομοιάζοντάς τους με «αζήτητα αντικείμενα», σαν να είναι «όρθιοι στη σειρά», που δεν ενδιαφέρουν δηλαδή κανέναν γιατί με τα λεγόμενά τους αλλά και τη διαγωγή τους απομακρύνονται από τον κόσμο που τους έχει ανάγκη. «Ο κόσμος έξω χάνεται» αλλά αυτοί «καμώνονται πως είναι αήττητοι», επιδίδονται αστόχαστα και αυτάρεσκα -«να ‘ξερα με τι νου;»(ειρωνεία) στη ματαιοδοξία μιας ζωής με καταναλωτικές ανάγκες και ανέσεις, «αποπνέουν το μάταιο της ιδιοκτησίας», κι έτσι χάνουν όχι μόνο τον πνευματικό τους ρόλο και την κοινωνική τους αποστολή αλλά και την ίδια την ιδιότητά τους την ποιητική. 
  Ο ποιητής επικρίνοντας τους άλλους ποιητές για την αμεριμνησία τους, ουσιαστικά αυτοσαρκάζεται γιατί μιλάει ως ποιητής και όλα αυτά που ζει και νιώθει γύρω του δεν περνούν απαρατήρητα. Έτσι νιώθει το βάρος και την ανάγκη να εξομολογηθεί εξ ονόματος όλων των ποιητών, για να γίνει η ποίηση ο σύμβουλος κι ο οδηγός της ζωής των ανθρώπων. Ο ποιητής βρίσκει το θάρρος να πει αυτό που οι άλλοι δεν τολμούν να θίξουν, ότι οι ποιητές ως άνθρωποι πνευματικοί ιδιωτεύουν, απέχουν από τα κοινά με επιλογή, επιτηδεύονται την τέχνη τους επιδιώκοντας την αφθαρσία και την αθανασία τους. Θεωρούν δηλαδή την ποίηση αυτοσκοπό τους, ενώ ο ίδιος αναζητά τη λύτρωσή του.
                                                                                                              Παπατσίρος Απόστολος