Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η στρέβλωση της πολιτικής ορθότητας


Η στρέβλωση της πολιτικής ορθότητας                                Παπατσίρος Απόστολος 
                                                                                                              φιλόλογος

    Ο όρος πολιτική ορθότητα (politically correct) είναι μια πολιτική αντίληψη και ιδεολογία για τον έλεγχο της δημόσιας έκφρασης των ανθρώπων δια νόμου και την υποχρεωτική συμμόρφωσή τους σε κανόνες δεοντολογίας και κυρίως ορολογίας, που θεωρούνται «πολιτικά ορθοί». Αφορά ένα σύνολο λέξεων που μπορεί να θεωρηθούν προκλητικές, ίσως και προσβλητικές για κάποιους ή απλά προβληματικές και ανεπιθύμητες από κάποιους άλλους, για τους δικούς τους λόγους, οπότε προτείνεται η αντικατάστασή τους από άλλες πιο ήπιες, ουδέτερες και αποδεκτές. Η αντικατάστασή τους αυτή δε θα πρέπει να γίνεται όμως απ’ τον καθένα προαιρετικά, αλλά απ’ όλους υποχρεωτικά και «επί ποινή», αν κάποιος «δε συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις». 

   Το απαύγασμα αυτής της «πολιτικής ορθότητας» είναι ο δικός μας αντιρατσιστικός νόμος, που προβλέπει ποινές για όποιον προκαλεί το μίσος ή ενδεχομένως υποκινεί τη ρατσιστική βία με τις απόψεις του, αρνείται γενοκτονίες, ολοκαυτώματα, εγκλήματα κ.α ή διατυπώνει απαξιωτικές κρίσεις για ανθρώπους με διαφορετική θρησκεία, φυλετική ή εθνική καταγωγή, κοινωνική προέλευση, σεξουαλική ταυτότητα κ.λ.π. έτσι ώστε να αποτραπεί η «ρητορική του μίσους» ή η «εχθροπάθεια». Δηλαδή απαγορεύεται να πεις κάποιον άνθρωπο που ανήκει στη μαύρη φυλή, μαύρο. Θα τον πεις «έγχρωμο» ή «Αφροαμερικανό», αν είναι, αλλά όχι μαύρο. Εννοείται βέβαια πως δε θα τον πεις ποτέ αράπη, νέγρο ή μιγά. Απαγορεύεται να πεις λαθρομετανάστης, θα πεις «παράτυπος μετανάστης». Κι ας λέμε κανονικά λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης, λαθροκυνηγός, λαθροθήρας, λαθρόβιος, λαθραναγνώστης κ.α. Ο «λαθρομετανάστης» είναι η εξαίρεση. Δε θα πεις τον αθίγγανο, γύφτο, αλλά ρομά, γιατί μπορεί να παρεξηγηθεί. Και ας έγραψε ο Παλαμάς τον «Δωδεκάλογο του γύφτου» ή ο Μανώλης Ρασούλης με τον Νίκο Ξυδάκη την «Εκδίκηση της γυφτιάς». Ποιητική αδεία θα σου πουν. Δε θα πεις τον άεργο, τεμπέλη, αλλά «μακροχρόνια άνεργο». Έτσι και ο μισθός πείνας τώρα βαφτίστηκε «υποκατώτατος (!) μισθός», ενώ η περικοπή των συντάξεων μετονομάστηκε σε «αναπλαισίωση» και πάει λέγοντας. Αν μη τι άλλο αυτές οι "επιτροπές σοφών" που τα εισηγούνται όλα αυτά έχουν πολλή φαντασία και ελάχιστη ντροπή, γιατί ασχολούνται μόνο με τους τύπους και χάνουν την ουσία παίζοντας με τις λέξεις και αγνοώντας τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων.

     Η θεωρία της «πολιτικής ορθότητας», ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ευπρεπίζει και ίσως εξευγενίζει τον λόγο, δεν παύει να είναι ένας νομικός ανορθολογισμός γιατί ποινικοποιεί τις σκέψεις ή τα λόγια των ανθρώπων, το αυτονόητο φυσικό αγαθό και ηθικό τους δικαίωμα έκφρασης γνώμης χωρίς αθέλητους περιορισμούς. Στον νομικό μας πολιτισμό αδίκημα γνώμης δεν υφίσταται -ποινικές είναι οι πράξεις- οπότε και η ελευθερία της έκφρασης δε θα πρέπει ν’ αμφισβητείται από κανέναν. Δεν μπορεί να φοβάσαι να πεις τη γνώμη σου μήπως και παραβείς τον «αντιρατσιστικό νόμο» και βρεθείς ξαφνικά κατηγορούμενος και απολογούμενος στα δικαστήρια. Αυτό λέγεται φίμωση και προληπτική λογοκρισία. Πρόσφατα (2018) πήρε μεγάλη δημοσιότητα η περίπτωση της συγγραφέως Σώτιας Τριανταφύλλου, η οποία δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε ευτυχώς, για την «πρόκληση ισλαμοφοβίας» από δημοσιευμένο άρθρο της, μετά από την τρομοκρατική επίθεση στο Μπατακλάν, σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά που κατατέθηκε εναντίον της. Και στη Γαλλία δικάστηκε δημοσιογράφος γιατί εξέφρασε την άποψη ότι οι περισσότεροι έμποροι ναρκωτικών στη χώρα του είναι μαύροι και Άραβες. Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι οι εισηγητές και οι υπέρμαχοι της θεωρίας για την «πολιτική ορθότητα» θεωρούνται και υπέρμαχοι ή ακτιβιστές για τα δικαιώματα του ανθρώπου κι επικαλούνται τους δημοκρατικούς αγώνες τους στο παρελθόν. Ο τέλειος παραλογισμός! Από ιδεολόγος αγωνιστής της δημοκρατίας και του κοινωνικού φιλελευθερισμού, διώκτης του ελεύθερου πνεύματος και λογοκριτής. 

    Το πιο εξωφρενικό όμως -και υποκριτικό ταυτόχρονα- είναι να σε εγκαλούν για παράβαση του νόμου ή και να σε απειλούν με μηνύσεις πολιτικά και άλλα πρόσωπα ή κόμματα και οργανώσεις, δημοσιογράφοι και λοιποί έμμισθοι κήρυκες της «πολιτικής ορθότητας», όταν οι ίδιοι εκφράζονται αγενώς και προκλητικά ή υποκινούν δημόσια και on camera το μίσος και τη βία εναντίον των πολιτικών αντιπάλων τους. Εκτός αν εκφράσεις του τύπου «γερμανοτσολιάδες», «δωσίλογοι», «τσακίστε τους φασίστες», «στα τέσσερα...», «εθνοπροδότες», «συμμορίτες», «βοθροκάναλα» κα. που ακούγαμε και στη βουλή ακόμα, δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του νόμου και δεν προκαλούν το μίσος των άλλων ή τον διχασμό του λαού. Είδαμε και ακούσαμε έκπληκτοι μεγαλόσχημο υπουργό της κυβέρνησης να προτρέπει οπαδούς «να λιντσάρουν δήμαρχο και ότι θα είναι μαζί τους» και έναν άλλο να αρνείται τη γενοκτονία των Ποντίων, την οποία έχει αναγνωρίσει η ελληνική βουλή, μιλώντας απλώς για «εθνοκάθαρση». Τότε γιατί δεν ίσχυσε ο νόμος για την «εχθροπάθεια»; Μήπως η «πολιτική ορθότητα» είναι τελικά για να ελέγχει τους αδύναμους και να παρηγορεί τους αφελείς; Ή να τιθασεύει μόνο τους αντιπάλους; Ή είναι μια «ωραία ιδέα» για να παριστάνουμε τους «προοδευτικούς»; 

    Όταν πρωτοδιάβασα τον όρο «εχθροπάθεια» δυσκολεύτηκα να μπω στο νόημα. Τι είναι αυτό που εκφράζει η «εχθροπάθεια» σκέφτηκα και δεν το εκφράζει το μίσος, η εχθρότητα, η έχθρα ή η μισαλλοδοξία; Άσε και που το επίθημα –πάθεια παραπέμπει σε έναν σωρό αρρώστιες (καρδιοπάθεια, αδενοπάθεια, δισκοπάθεια, ψυχοπάθεια κλπ). Τελικά κατάλαβα ότι είναι η «πολιτική ορθότητα» που μας υποβάλλει τον όρο από σεβασμό στους εχθρούς μας περισσότερο, πραγματικούς ή φανταστικούς και άσχετα με το τι πιστεύουν ή νιώθουν αυτοί για μας. Οπότε απαγορεύεται να πεις τους Τούρκους μπουνταλάδες γιατί μπορεί και να θυμώσουν ή απαγορεύεται να πεις τους Εβραίους Σιωνιστές, γιατί υποκινείς το μίσος εναντίον τους και ίσως τη βία, γι’ αυτό καλύτερα να σωπάσεις. Μην πεις Καλά Χριστούγεννα, γιατί δεν είναι όλοι χριστιανοί, αλλά Καλές γιορτές για να μη θιγεί το θρησκευτικό τους συναίσθημα. Μην πεις τίποτα για κανέναν μήπως και τον προκαλέσεις ή προκαλέσεις το μίσος των άλλων για αυτούς. Για αυτό και να φοβάσαι, μη μιλάς για να μην έχεις συνέπειες. 

  Η «πολιτική ορθότητα» γίνεται πλέον ενοχλητική και υποκριτική, και όχι μόνο για λόγους αισθητικούς. Γίνεται ενοχλητική όταν ξεφεύγει η ίδια από όρια της λογικής και της ευπρέπειας ή της σοβαρότητας. Γίνεται ενοχλητική όταν άλλοι σου λένε τι θα πεις και τι δεν πρέπει να ξαναπείς. Το είδαμε πρόσφατα κι αυτό, όταν η εισαγγελία του Αρείου Πάγου απέστειλε έκκληση στους εκπαιδευτικούς να μη χρησιμοποιούν τη λέξη «λαθρομετανάστες» αλλά «παράτυπα εισερχόμενα στη χώρα άτομα». Πάλι καλά που δεν ήταν και διαταγή. Και λες, καλά τόση βία υπάρχει γύρω μας, τόσες ληστείες, διαρρήξεις, κλοπές, δολοφονίες, επιθέσεις, τόσα οργανωμένα επεισόδια και έκτροπα, τόση αναρχία και παραλυσία. Γιατί δεν ασχολούνται μ’ αυτά οι εισαγγελείς; Εκεί δεν είναι υποκριτική η «πολιτική ορθότητα»; Άσε που λένε μετά στις ειδήσεις: «ο φερόμενος ως δράστης του στυγερού εγκλήματος ή της ληστείας», ενώ αυτός έχει ήδη ομολογήσει ή συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, για να προστατευτεί κιόλας. Και για να μη μείνει αναπάντητο ο όρος λαθρομετανάστης (από το λάθρα που σημαίνει κρυφά και μετανάστης) είναι κυριολεκτικός στο βαθμό που περιγράφει μια συγκεκριμένη επιλογή - συμπεριφορά ανθρώπων να μην εισέλθουν νόμιμα σε μια χώρα, αλλά κρυφά τη νύχτα ή πληρώνοντας ακόμα και δουλεμπόρους διακινητές της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο όρος υπάρχει για να τους διαχωρίζει από τους νόμιμους μετανάστες, τους αιτούντες κανονικά άσυλο, που έχουν ταυτότητα με όνομα, ηλικία, χώρα προέλευσης κλπ. και τυγχάνουν των ευεργετικών διατάξεων του νόμου με την έκδοση άδειας εισόδου, παραμονής και ασκήσεως εργασίας. Ο διαχωρισμός επομένως περιγράφει τη συμπεριφορά τους (λαθρομετανάστευση και παράνομη διακίνηση) και όχι τα ίδια τα πρόσωπα.     

   Την επιβολή αυτής της «πολιτικής ορθότητας» την ξαναείδαμε και με τον υποτιθέμενο «σεξισμό στη γλώσσα», (όπως έχω ξαναγράψει), αφού θεωρείται ως πειθαρχικό παράπτωμα λέει η «χρήση σεξιστικής γλώσσας» αν δε διαχωρίζεις τα γραμματικά γένη στα δημόσια έγγραφα και έτσι μας υποδεικνύεται αρμοδίως η «νέα γραμματική» και το «νέο συντακτικό» της «πολιτικής ορθότητας» από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας. Δηλαδή από δω και πέρα θα μιλάμε και θα γράφουμε μόνο με ντιρεκτίβες. Ή δε θα μιλάμε και καθόλου για να χουμε και το κεφάλι μας ήσυχο. 

   Αυτή η οριοθέτηση και τακτοποίηση της γλώσσας είναι μια μορφή λογοκρισίας νόμιμη και φανερή. Αν δεν μπορούμε να πούμε τα πράγματα ως έχουν, με το όνομά τους δηλαδή, πόση ελευθερία έχουμε; Δε λέμε να μιλάει άσχημα κάποιος ή να βρίζει. Δε θεωρούμε την αθυροστομία ή την εν γένει αγένεια, που όλοι καταδικάζουμε, ελευθερία έκφρασης. Εκεί εμείς βάζουμε τα όρια μόνοι μας με την αγωγή και την παιδεία που έχουμε και δεν περιμένουμε κανέναν «σοφό» να μας σώσει με τον νόμο και τον φόβο της ποινής. Η «πολιτική ορθότητα» γι’ αυτό επαναφέρει το κράτος του φόβου ή την επιβολή της τάξης, ορίζοντας η ίδια τα όρια και τους όρους ευπρέπειας κανονιστικά, οριζόντια και απρόσωπα δηλαδή μαζικά, σαν ένα είδος «κοινωνικής μηχανικής». Αυτή η «ορθότητα» εξυπηρετεί την «παγκόσμια τάξη» της οικονομίας και της πολιτικής η οποία δε θέλει τους ανθρώπους «αντιδραστικούς», αλλά παθητικούς, ενοχικούς και πρόθυμους να την υπηρετήσουν στη σκιά του φόβου. Έτσι πειθήνιοι, περίφοβοι και αδρανείς δε θα μιλάνε ποτέ και δε θα κάνουν κριτική σε κανέναν, αλλά θα κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους για να μην τη χάσουν κι αυτή. 

  Το θεωρητικό υπόβαθρο της «πολιτικής ορθότητας» όμως δεν υπήρχε σε ευνομούμενες δημοκρατίες, όσο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, που ήθελαν να ποδηγετούν τους λαούς τους με την «κομματική ορθότητα» και την πειθαρχία στην επίσημη γραμμή που χάραζε ο ηγέτης ή το κόμμα, για να ελέγχουν τα πάντα, ακόμα και τη σκέψη των ανθρώπων. Αυτό το σκοτεινό σκηνικό δηλαδή που περιγράφει ο Κάφκα στη «Δίκη» του και ο Όργουελ στο προφητικό «1984» που κυριαρχεί ο φόβος. Εκεί όλοι ευθυγραμμίζονται και υπακούν τυφλά στον νόμο, την εξουσία του κόμματος ή του Μεγάλου αδερφού. Αυτό το έργο τό ΄χουμε ξαναδεί. Γιατί να το ξαναζήσουμε; 

   Η «πολιτική ορθότητα» είναι ένας απλός ευφημισμός που δεν μπορεί να αλλάξει την ίδια την πραγματικότητα και τα πρόσωπα ή τις ομάδες που προστατεύει. Με την αοριστία της ή την υπερβολή της σε ορισμένες περιπτώσεις κρύβει την αλήθεια και συσκοτίζει την κρίση δημιουργώντας σύγχυση και περισσότερα προβλήματα ίσως από αυτά που υποτίθεται ότι επιλύει, ιδίως όταν σέρνει άδικα στα δικαστήρια ανθρώπους προπαντός που τολμούν να λένε φανερά ότι διαφωνούν. Σίγουρα προστατεύει ευπαθείς ομάδες και αμβλύνει στερεότυπα και διακρίσεις εις βάρος τους, αλλά μην είμαστε και τόσο βέβαιοι πάντα για τις αγαθές της προθέσεις και για τα «νόμιμα μέσα» που χρησιμοποιεί. Η υπεραπλούστευση και οι γενικεύσεις της είναι το ίδιο επικίνδυνες με τους διάφορους σεξισμούς, ρατσισμούς, φασισμούς που υποτίθεται ότι πολεμάει. Και προπαντός τους φασισμούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου