Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Γιατί είναι εσφαλμένη η συνεξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας με τη Λογοτεχνία στο Λύκειο


Γιατί είναι εσφαλμένη η συνεξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας με τη Λογοτεχνία στο Λύκειο

   Σύμφωνα με το νέο προτεινόμενο σχέδιο νόμου για την εισαγωγή στα ΑΕΙ το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας της Γ΄ Λυκείου, όπως το ξέραμε με περίληψη δοσμένου κειμένου (άρθρου ή δοκιμίου), ερωτήσεις κατανόησης, λεξιλογικές, υφολογικές, δομής, τρόπων πειθούς και ανάπτυξης παραγράφων και η παραγωγή λόγου δηλαδή η έκθεση, αλλάζουν και περιορίζονται σημαντικά ως προς το εύρος τους γιατί προβλέπεται παράλληλα και η εξέταση αποσπάσματος αδίδακτου κειμένου λογοτεχνικού, ποιητικού ή πεζού. Το σχετικό παράδειγμα της παράλληλης και ταυτόχρονης εξέτασης των δύο μαθημάτων, Γλώσσας και Λογοτεχνίας αντιγράφουμε από την Κύπρο, που το εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια με αμφιλεγόμενα όμως αποτελέσματα. Ο τρόπος αυτής της εξέτασης εφαρμόστηκε ήδη για πρώτη φορά στα ΕΠΑΛ φέτος το 2018 στις Πανελλαδικές εξετάσεις, και εφαρμόζεται τα τελευταία δύο χρόνια στο Γυμνάσιο.

  Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά μαθήματα, με διαφορετική μέθοδο διδασκαλίας κι εξέτασης και εντελώς διαφορετική διδακτική πρόθεση, σύμφωνα και με το αναλυτικό τους πρόγραμμα, όπως αυτό περιγράφεται στο αντίστοιχο Φ.Ε.Κ. Οπότε η παράλληλη εξέτασή τους εγείρει θέματα παιδαγωγικής ορθότητας ή και επιστημολογικής εγκυρότητας. Και εξηγούμαι: 

Α.  Η εμπειρία από την παράλληλη εξέτασή τους και στις τρεις τάξεις στο Γυμνάσιο -ως τώρα- δεν γεννά την αισιοδοξία ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει και για τα δύο μαθήματα. Δεν ευνοεί, ούτε αναβαθμίζει διδακτικά κανένα από τα δύο. Περισσότερο συσκοτίζει την κρίση των μαθητών και ευνοεί την τυπική αποστήθιση από βοηθήματα και λιγότερο καλλιεργεί την ελεύθερη σκέψη και τη φαντασία τους. Η θεωρία της λογοτεχνίας δεν είναι γνωστή, ούτε τα παιδιά έχουν κατανοήσει επαρκώς ειδικούς όρους ερμηνευτικούς, αφηγηματικούς, υφολογικούς, ούτε ποιητικές σχολές και τεχνοτροπίες ώστε και να εξετάζονται όλα αυτά και να είναι αντιπροσωπευτική η εξέταση αυτή. Η συνεξέταση της Γλώσσας και Λογοτεχνίας αυξάνει αναίτια το άγχος σε μικρούς μαθητές στο τέλος, λόγω και του υπερβολικού όγκου εξεταστέας ύλης, ενώ η τρίωρη εξέταση του μαθήματος στο Γυμνάσιο θεωρείται ιδιαίτερα κουραστική. Δεν υπήρχε άλλωστε και επαρκής προετοιμασία ενημέρωσης στους συναδέλφους με ειδικά σεμινάρια ή ενδεικτική τράπεζα θεμάτων ώστε να εξοικειωθούν όλοι με τη νέα μέθοδο διδασκαλίας και εξέτασης. Ούτε προέκυψε αυτή η αλλαγή έπειτα από διάλογο με τους φιλολόγους της τάξης, τους Συνδέσμους Φιλολόγων, την Π.Ε.Φ κλπ. ούτε υπάρχουν αντίστοιχα σχολικά εγχειρίδια προσαρμοσμένα σ’ αυτό το είδος παράλληλης εξέτασης Λογοτεχνίας και Γλώσσας. Οι περισσότεροι φιλόλογοι αιφνιδιάστηκαν και άρχισαν τις αναζητήσεις στο διαδίκτυο ή αυτοσχεδίασαν με βάση όσα ήξερε ή μπορούσε να καταλάβει ο καθένας. 

Β.  Η πρόθεση του Υπουργείου να καθιερώσει αυτόν τον τρόπο εξέτασης και στις Πανελλαδικές εξετάσεις των ΓΕΛ δε θα λύσει τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα στην αξιολόγηση των γραπτών των μαθητών, αντίθετα θα δημιουργήσει πολλά περισσότερα. Η βαθμολόγηση της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ήταν ίσως η πιο αμφιλεγόμενη και αυτή με τις περισσότερες αναβαθμολογήσεις, και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ευθύνονταν οι βαθμολογητές, γιατί ήταν περισσότερο θέμα ερμηνείας (και τα βοηθήματα δε βοηθάνε) και εδώ χωράει πολλή συζήτηση για το «τι ήθελε να πει τελικά ο ποιητής…». Αυτός ήταν κι ένας λόγος άλλωστε που καταργήθηκε το μάθημα από τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα και το ερώτημα που γεννάται είναι πως θα είναι δυνατή η αντικειμενική αξιολόγησή του στο μέλλον, όταν μάλιστα θα συνεξετάζεται -μέσα σ’ ένα τρίωρο- με την επίσης αμφιλεγόμενη ως προς την αξιολόγησή της Έκθεση. 

Γ.   Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα της Νεοελληνικής Γλώσσας δε θεωρεί απαραίτητη την εξέταση της Περίληψης κειμένου, (αν και το αντίστοιχο ΦΕΚ την αναφέρει ενδεικτικά ως μια πιθανή δραστηριότητα, εντούτοις δεν εξετάστηκε στις πανελλαδικές των ΕΠΑΛ το 2018, ούτε και στις επαναληπτικές) και αφαιρεί την πιο σημαντική άσκηση κατανόησης του κειμένου, που φανερώνει και τη γλωσσική ικανότητα του μαθητή να αναδιατυπώνει τις απόψεις του συγγραφέα. Η περίληψη είναι απαραίτητη στην αξιολόγηση του μαθητή γιατί καταλαβαίνεις αν έχει ή δεν έχει κριτική και αφαιρετική ικανότητα και ταλέντο στη σύνθεση και τη διατύπωση ενός αυτοτελούς κειμένου 100 -120 λέξεων, που είναι και η σύνοψη των σημαντικών πληροφοριών ή των θέσεων του συγγραφέα. Η περίληψη ήταν το ¼ της συνολικής επίδοσης με 25 μονάδες και η δεύτερη σε σημασία μετά την παραγωγή λόγου (40 μονάδες). Μετά δε και την αφαίρεση της ερμηνευτικής ερώτησης ή τον σχολιασμό μιας άποψης του συγγραφέα (τρίτη σε βαθμό δυσκολίας ερώτηση με 10 μονάδες) τα τελευταία χρόνια και την αντικατάστασή της με μια απλή ερώτηση Σωστού ή Λάθους, η εξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας περιφρονεί κι άλλο την κριτική άποψη και ικανότητα σύνθεσης αποδεικτικού λόγου του μαθητή, καθώς του δίνει «έτοιμη λύση» μέσα από το κείμενο, αρκεί αυτός να ξέρει να διαβάζει και να καταλαβαίνει στοιχειωδώς. 

Δ.  Η νέα «παραγωγή λόγου», η Έκθεση δηλαδή, που ζητείται να γράψουν οι μαθητές, σύμφωνα με το νέο αναλυτικό πρόγραμμα, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 250 λέξεις. Ενώ πριν τους ζητούσαμε να γράψουν 600 λέξεις, δηλαδή δυόμιση σελίδες τουλάχιστον, τώρα τους λέμε να γράψουν 250 λέξεις, δηλαδή δυόμιση παραγράφους! Και το ερώτημα είναι γιατί; Με ποιο σκεπτικό άραγε γίνεται αυτό; Τί σόι παραγωγή λόγου είναι αυτή που δεν περνάει τη μισή σελίδα; Είναι δυνατόν ένας μαθητής να γράψει κείμενο με αναλυτική σκέψη, ερμηνεία και κρίση, να διατυπώσει τις απόψεις του με επιχειρήματα ή να αναφέρει και τεκμήρια σε 250 λέξεις; Είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει περιγραφή ή αφήγηση ή μεταφορικό λόγο και αυθεντίες ή να γράψει πρόλογο ή επίλογο και κανονική παράγραφο σύμφωνα και με τη θεωρία μόνο με 250 λέξεις; Και αν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει όλους αυτούς τους τρόπους πειθούς κι ανάπτυξης και τα εκφραστικά μέσα τότε γιατί του τα διδάσκουμε; Γιατί τον παιδεύουμε; Ποιος είναι ο σκοπός του μαθήματος της Έκθεσης τελικά; Μήπως να γράφουν οι μαθητές ένα απλό «διάγραμμα» ή «σχεδιάγραμμα», χωρίς καμιά εμβάθυνση ή ανάλυση, χωρίς κριτική άποψη με ουσιαστικές προτάσεις και καμιά πρωτοτυπία; Το βλέπουμε όλο και πιο συχνά όσοι βαθμολογούμε στις πανελλαδικές· εκθέσεις σχεδιαγράμματα και περιλήψεις χωρίς πληροφορίες. Αφόρητη τυπολογία και ρηχή επιχειρηματολογία, εντελώς αναμενόμενη. 

Ε.  Το άγνωστο λογοτεχνικό κείμενο που θα κληθούν οι μαθητές να επεξεργαστούν και να το σχολιάσουν ερμηνευτικά, δεν είναι σίγουρο ότι θα το κατανοούν κιόλας, αν αγνοούν τον λόγο για τον οποίο γράφτηκε, την εποχή του και το ιδιαίτερο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον που το γέννησε ή την ιδεολογία και τις προθέσεις ή ακόμα και την ιδιαιτερότητα του συγγραφέα που το έγραψε. Αν δεν τα γνωρίζουν όλα αυτά θα οδηγηθούν σε εικασίες και πιθανόν σε παρερμηνείες. Και μη μου πείτε ότι θα υπάρχει εισαγωγικό σημείωμα να τους πληροφορεί σχετικά, αυτό βεβαίως και δε θα’ ναι αρκετό. Οπότε η εξέταση της λογοτεχνίας θα κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την τύχη, αν δηλαδή έχεις μελετήσει την εποχή και ξέρεις αρκετά στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του, διαφορετικά την πάτησες. 

ΣΤ΄.  Ένας αντίλογος ακόμα για την παράλληλη εξέταση της Λογοτεχνίας με τη Γλώσσα είναι το ότι δεν μπορείς να απαιτείς από μαθητές που είναι προσανατολισμού Θετικών σπουδών ή Οικονομίας και Πληροφορικής να σου γράψουν για την οπτική γωνία ή τον χαρακτήρα του ήρωα ή τις τεχνικές αφήγησης και τα «κειμενικά συμφραζόμενα» (sic) ή τα ποιητικά σύμβολα και να κριθεί από αυτά η εισαγωγή τους στο Πολυτεχνείο, τις Ιατρικές, τις Οικονομικές και λοιπές σχολές. Αυτά αφορούν κυρίως τις ανθρωπιστικές σπουδές του 1ου πεδίου, τους υποψήφιους φιλολόγους δηλαδή, (που θα τα διδαχτούν αναλυτικά εννοείται και στη σχολή τους για να τα διδάξουν κιόλας) και δεν πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο για τους υποψηφίους όλων των υπόλοιπων πεδίων, (που μπορεί και να μην τους αρέσει η λογοτεχνία) να πετύχουν την εισαγωγή στη σχολή της αρεσκείας τους. Η λογοτεχνία δεν είναι σαν τη γλώσσα που οι υποψήφιοι φοιτητές υποχρεούνται να την ξέρουν καλά και να τη χειρίζονται σωστά στις διάφορες μορφές της, ανάλογα και με τις απαιτήσεις του προφορικού ή γραπτού λόγου. 

Ζ.  Η παραγωγή λόγου, που προβλέπεται και στη Λογοτεχνία, δε θα πρέπει να ξεπερνά τις 150 λέξεις -σύμφωνα με την εγκύκλιο- που σημαίνει ότι κι εδώ μπαίνει ένας φραγμός στη σκέψη, την αναλυτική ερμηνεία ή τη διατύπωση αιτιολογημένης κρίσης για τον ήρωα και τα συναισθήματά του ή τις επιλογές της ζωής του, γεγονός που αντίκειται στη θεωρία της λογοτεχνίας και τη διδακτική αξιοποίηση των κειμένων της ποίησης και της πεζογραφίας. Δεν μπορείς να περιορίζεις την ερμηνευτική ανάλυση ή τον αιτιολογημένο αξιολογικό χαρακτηρισμό προσώπων και πράξεων σε 150 λέξεις μόνο και βέβαια δεν μπορείς να δεσμεύεις τα συναισθήματα ή τη φαντασία των μαθητών σε μια λογικά τυπική ή ενδεικτική απάντηση, αναμενόμενη ως επί το πλείστον. Επομένως η λογοτεχνία έτσι όπως εξετάζεται δεν περικλείει τιμή για την ίδια, δεν θα είναι λογοτεχνική η ανάλυση, αλλά άλλη μια μηχανιστική αναπαραγωγή λόγου προσαρμοσμένη στη λογική των πανελλαδικών όπως και οι περισσότερες εκθέσεις που διαβάζουμε στα βαθμολογικά. 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: 

Α.  Είναι σίγουρο ότι η Νεοελληνική Γλώσσα, ως πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα, χρειαζόταν κάποιες αλλαγές, αλλά όχι αυτές που προτείνονται -και με τον τρόπο που προτείνονται- από το ΙΕΠ. Δε θα κάνει το μάθημα ελκυστικότερο η Λογοτεχνία, το αντίθετο μάλλον οι μαθητές μπορεί στο τέλος να μισήσουν και τα δύο. Η Γλώσσα πρέπει να παραμείνει Γλώσσα, δηλαδή με Περίληψη (120 λέξεις) και Παραγωγή Λόγου (600 λέξεις τουλάχιστον) ως βασική εξέταση που θα αποδεικνύει την ικανότητα του μαθητή στο γράψιμο. Πρέπει απλώς να εμπλουτιστούν τα κείμενα που διδάσκονται οι μαθητές, οπότε πρέπει να αποσυρθούν τα παλιά βιβλία και να μπουν νεότερα και πιο σύγχρονα κείμενα με πιο ελεύθερη θεματολογία. Γι’ αυτό πρέπει να καταργηθούν και οι «Θεματικοί Κύκλοι» των τριών τάξεων ώστε να μην υπάρχει η συνήθης αναπαραγωγή από φροντιστήρια -κάθε είδους- «έτοιμης γνώσης» σε δοσμένα θέματα και βεβαίως τα θεωρούμενα SOS με τα διάφορα «σχεδιαγράμματα», που σκοτώνουν τη σκέψη και αφαιρούν όλο τον αυθορμητισμό και την ελευθερία της έκφρασης των μαθητών. 

Β. Οι ερωτήσεις κατανόησης Σωστού ή Λάθους μπορούν να γίνουν πιο σύνθετες και να μην είναι απλή μεταφορά φράσεων από το κείμενο και τόσο εύκολη η απάντησή τους.

Οι λεξιλογικές ερωτήσεις (συνώνυμα- αντώνυμα) πρέπει να είναι σαφώς πιο απαιτητικές και για πιο σπάνιες ή λόγιες λέξεις. Παράλληλα καλό θα ήταν να εξετάζεται και η ετυμολογία των λέξεων ή να ζητούνται και ομόρριζα απλά ή σύνθετα. 

Πρέπει να επανέλθουν οι ερωτήσεις τρόπων και μέσων πειθούς (που εξετάστηκαν τελευταία φορά το 2012). Τί νόημα έχει τότε η διδασκαλία τους αν δεν εξετάζονται; 

Η απόδοση ενός κυριολεκτικού ή μεταφορικού τίτλου ή και πλαγιοτίτλων στο δοσμένο κείμενο δεν ενδείκνυται ως ερώτηση γιατί οι μαθητές γράφουν λίγο πολύ τα ίδια και όλα θεωρούνται σωστά στο τέλος. 

Δεν είναι δυνατό να ζητάμε από μαθητές της Γ΄ Λυκείου να βρουν μόνο δύο ρήματα παθητικής φωνής (2018) ή δύο μεταφορές από το κείμενο. Είναι υποψήφιοι για το πανεπιστήμιο ας μην το ξεχνάμε…

Εκφράζω την προσωπική άποψη και αγωνία μου για τη Γλώσσα, που ξέρω ότι συμμερίζονται και πολλοί συνάδελφοί μου, με το δικαίωμα που μου δίνει η εμπειρία 28 χρόνων στην τάξη και με την ελπίδα να αλλάξει κάτι. 

                                                                                 Ευχαριστώ για την υπομονή σας.
                                                                       Απόστολος Παπατσίρος, 1ο ΓΕΛ. ΣΠΑΡΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου