Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Ποιήματα & τραγούδια για την ξενιτιά



 
1. «Περί της ξενιτείας»  (Αγνώστου 15ος, αι Κρήτη).

«Θέλω να κάτσω ο ταπεινός, ο παραπονεμένος,
διά ν' αρχίσω τίποτες εκ την αρχή του κόσμου,
να γράψω ο πολύθλιβος ολίγον καταλόγιν,
να βάλω λόγια θλιβερά, πικρά, φαρμακωμένα,
περί των ξένων τες πικριές, πώς περπατούν στα ξένα
και πώς διαβάζουν την ζωήν μυριοτυραννισμένα,
να γράψω τα παθάνουσι οι μυριοτυραννισμένοι,
τες θλίψες και τα βάσανα και τες αναισχυντίες,
τα δάκρυα και τες χολές οπού ουδέν τους λείπουν·
αυτά να γράψω ο ταπεινός, οπόχουν καθ' ημέραν.
Άκουσον δε και της νυκτός τον πόνον πώς διαβάζουν
οι ξένοι οι κακόμοιροι και οι κακογραμμένοι.
Όταν γαρ έλθη η νυκτί, ν' αναπαυθή ο κόσμος,
υπά να πέση ο ελεεινός, να κοιμηθή ο ξένος,
αναθυμάται και θρηνεί και βαριαναστενάζει,
το πώς τον εκατέφερεν η τύχη του στα ξένα
και μυριοτυραννίζει τον νύκτα και την ημέραν».

«Ακούσετε να σας ειπώ πώς περπατούν οι ξένοι:
υπά να περπατήσουσι, δεν ημπορούν να πάσιν,
ο νους τους περιορίζεται, ου ξεύρουν να μιλήσουν,
και όπου θεωρούν και περπατούν θαυμάζονται και λέγουν,
παραμιλούν και περπατούν, αυτοί 'ναι βουρλισμένοι,
και παλαβούς τους λέγουσιν τους ξένους εις τα ξένα,
βρίζουν και ονειδίζουν τους και πάντα υπομένουν.
Γίνεται ο ξένος του μωρού σαμάριν και καθίζει»

«Όμως παρακαλώ σας το, φίλοι και αδελφοί μου,
είτις ουκ είδε ξενιτείαν και εις ξένα ουδέν εδάρη
ας βλέπη κι ας προσέχεται ξένον μην ονειδίση»,
γιατί «εκείνον τον επέτρωσαν της ξενιτείας αι λύπες.
Γλώσσα δεν έχει να το πη, χείλη να μολογήση».
(Γιάννη Κ. Μαυρομάτη, έκδοση του Δήμου Ηρακλείου και της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, 1995)
 



2. Tραγούδι τς ξενιτις       (Κώστας Κρυστάλλης)

νάθεμά σε, ξενιτιά, μ τ φαρμάκια πχεις!..
Θ πάρω ναν νήφορο ν βγ σ κορφοβούνι,
ν βρ κλαράκι φουντωτ κα ριζιμι λιθάρι,
ν βρ κα μία κρυόβρυση, ν ξαπλωθ στν σκιο,
ν πι νερ ν δροσισθ ν πάρω λίγη νάσα,
ν᾿ ρχίσω ν συλλογισθ τς ξενιτις τ πάθη,
ν επ τ μαρα ντέρτια μου κα τ παράπονά μου.

νοιξε θλιβερ καρδι κα πικραμένο χείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο κα πς κάνα τραγούδι.

-Τραγούδια ν χ᾿ μαύρη γ, κι τάφος χαμογέλια,
χει κα το παιδιο καρδι πο περπατε τ ξένα.
Τ ξένα χουν καημος πολλος κα καταφρόνια πλθος!
Στ ξένα δν νθίζουνε τν νοιξη τ δέντρα,
κα δν λαλονε τ πουλιά, ζεστς δ λάμπει λιος,
δ φυλλουριάζουν τ βουνά, δν πρασινίζει κάμπος,
κα δ δροσίζει τ νερό, κα τ ψωμ πικραίνει!

Στ ξένα, ποις θ σ χαρε κα ποις θ σ γελάσει;
Πον᾿ τς μανούλας τ φιλιά, τ χάδια το πατέρα;
Ποναι τ γέλια τ᾿ δερφο κ᾿ συντροφι το φίλου;
Πον᾿ τς γάπης ο ματις κα τ γλυκ τ λόγια;

ν ρρωστήσεις, ποις θαρθε στν ξενιτι σιμά σου,
ν σ ρωτ τν πόνο σου, τ γιατρικ ν δίνει;
στ ρμο σου προσκέφαλο ν ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ν ρθει μέρ᾿' γλύκαντη στ ξένα ν πεθάνεις,
ποις θ βρεθε στ πλάι σου τ μάτια ν σο κλείσει;
Ποις θ σο λούσει τ κορμί, ποις θ σ σαβανώσει;
Στ λειψανό σου ποις θρθε λουλούδια ν σ ράνει;
Κα ποις μ πόνο θ ριχτε στ νεκροκρέββατό σου
γι ν σ κλάψει; Ποις θ επε γι σένα μοιρολόγι;
χ! πς τος θάφτουν, νξερες, κα πς τος πν᾿ τος ξένους!..
Χωρς λιβάνι κα κηρί, χωρς παπ κα ψάλτη!

νάθεμά σε, ξενιτιά, μ τ φαρμάκια πχεις!..

Πο ν τν π τν πόνο μου, πο ν τν πορίξω;
Ν τν επ στ τρίστρατα, τν παίρνουν ο διαβάτες,
ν τν φήσω στ κλαριά, τν παίρνουν τ᾿ γριοπούλια!..
Κι ν κλάψω, τ φαρμακερ τ δάκρια πο ν πέσουν;
ν πέσουνε στ μαύρη γ, χορτάρι δν φυτρώνει,
ν πέσουνε στν ποταμό, ποταμς θ στύψει,
ν πέσουνε στ θάλασσα, πνίγουνται τ καράβια,
κι ν τ βαστάξω στν καρδιά, μ καν᾿ μ φαρμακώνουν!

νάθεμά σε ξενιτιά, μ τ φαρμάκια πχεις!..
                  

 

3. Aλησμονώ και χαίρομαι 

- Aλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και λυπάμαι,
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.
Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι.
Mε πόνους βάζει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει
και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο.
- Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις
για να περάσει ο κερατζής1 κι ο γιός μου ν’ απομείνει.

1κερατζής: οδηγός καραβανιού
                     (Δημοτικό από τη συλλογή της Δόμνας Σαμίου)

                                                           (Πολυφωνικό, Πωγωνίου)        
4. Ξενιτεμένο μου πουλί  

Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,
σταφύλι ξερωγιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυά μου μαντίλι μουσκεμένο,
τα δάκρυά μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;

Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.
                                                                                        
5.
Την ξενιτειά, την άρφανιά, την πίκρα, την άγάπη,
τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν' τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάνη μαύρα,
για να ταιριάζη η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα.
                           (Ν.Γ. Πολίτη, Δημοτικά τραγούδια, Γράμματα) 



6. Θέλω να πα στην ξενιτιά

Θέλω να πα στην ξενιτιά να κάμω τριάντα ημέρες
και η ξενιτιά με γέλασε και κάνω τριάντα χρόνους.
Περικαλώ σε, ξενιτιά, αρρώστια μη μου δώσεις.
Η αρρώστια θέλει πάπλωμα, θέλει παχύ στρωσίδι,
θέλει μανούλας γόνατα, θέλ' αδερφής αγκάλες,
θέλει πρώτες ξαδέρφισσες να κάθονται κοντά σου,
θέλει και σπίτι να είν' πλατύ, να στρώνει, να ξιστρώνει.
Όσο 'χει ο ξένος την υγειά, ούλοι τον αγαπάνε.
Μα 'ρθε καιρός κι αρρώστησε βαριά για να πεθάνει·
κι ο ξένος αναστέναξε και η γης αναταράχτη:
-Να είχα νερ' άπ' τον τόπο μου και μήλ' απ' τη μηλιά μου,
σταφύλι ροδοστάφυλο απ' την κληματαριά μου.

7. Πουλάκι ξένο  (Ιωάννης Βηλαράς)

Πουλάκι ξένο,
ξενιτεμένο,
πουλί χαμένο,                                          
πού να σταθώ;
Πού να καθήσω,
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ;

Βραδιάζ’ η μέρα,
σκοτάδι παίρνει,
και δίχως ταίρι,
πού να σταθώ;
Πού να φωλιάσω,
σε ξένο δάσο
να μη χαθώ;

Η μέρα φεύγει.
Η νύχτα βιάζει
να ησυχάζη
κάθε πουλί.
Εγώ στενάζω,
το ταίρι κράζω,
ξένο πουλί.

Κοιτάζω τ’ άλλα
πουλιά ζευγάρι
αυτήν την χάρη
δεν έχω πλιά.
Νύχτα με δέρει
με δίχως ταίρι,                                   
χωρίς φωλιά.

Γυρίζω νά ’βρω
πού να καθήσω
να ξενυχτήσω
καν μοναχό.
Κάθε κλαράκι
βαστάει πουλάκι
ζευγαρωτό.

Δεν με γνωρίζουν,
κι εδώ με διώχνουν,
και κει μ’ αμπώχνουν
Πού να σταθώ;
Αχ, πώς να γένω,
πού να πηγαίνω,
να μη χαθώ;

Λυγάν οι κλάδοι,
τα φύλλα σειούνται,
γλυκοτσιμπιούνται
τ’ άλλα πουλιά.
Κι εγώ το ξένο,
το πικραμένο,
χωρίς φωλιά.

Από ’να σ’ άλλο
πετάω δενδράκι,
να βρω κλαράκι
για να σταθώ,
για ν’ ακουμπήσω
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ.

Απορριμμένο
σε άγρι’ αγκάθια,
πικρά μου πάθια
και ξενιτιές,
θρηνώντας μένω,
κι εκεί διαβαίνω
κακές νυχτιές.
                                          (Πουλάκι ξένο, Γ. Παπασιδέρης & Ανεστόπουλος)            

8. Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς,    (δημοτικό τραγούδι)

Ερρόδισε γ’ η ανατολή και ξημερώνει η δύση,[...]
παν τα πουλάκια στη βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση.
Βγαίνω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα.
Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δεν μου κρένει.
-Κόρη, για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα να ’χεις,
να πιω κι εγώ κι ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου.
Σαράντα σίκλους έβγαλε, στα μάτια δεν την είδα,
κι απάνω στους σαρανταδυό τη βλέπω δακρυσμένη.
-Γιατί δακρύζεις, λυγερή, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;
-Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάνα.
Ξένε μου, κι αν εδάκρυσα κι αν βαριαναστενάζω,
τον άντρα ’χω στην ξενιτειά και λείπει δέκα χρόνους[...].
-Κόρη μου, ο άντρας σου πέθανε, κόρη μου, ο άντρας σου χάθη·
τα χέρια μου τον κράτησαν, τα χέρια μου τον θάψαν,
ψωμί κερί τού μοίρασα, κι είπε να τα πλερώσεις,
τον έδωκα κι ένα φιλί, κι είπε να μου το δώσεις.
-Ψωμί κερί τού μοίρασες, διπλά να σε πλερώσω,
μα για τ’ εκείνο το φιλί, σύρε να σου το δώσει.
-Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου.
-Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου.
δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω.
-Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ροζακί και το κρασί μοσκάτο,
κι όποιος το πιει δροσίζεται και πάλι αναζητά το.
-Αυτά είν’ σημάδια της αυλής, τα ξέρει ο κόσμος όλος,
διαβάτης ήσουν, πέρασες, τά-είδες και μου τα λέεις.
Πες μου σημάδια του σπιτιού και τότες να πιστέψω.
-Ανάμεσα στην κάμαρα χρυσό καντήλι ανάφτει,
και φέγγει σου που γδύνεσαι και πλέκεις τα μαλλιά σου,
φέγγει σου τις γλυκές αυγές που τα καλά σου βάζεις.
-Κάποιος κακός μου γείτονας σου τα ’πε και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, σημάδια της αγάπης.
-Έχεις ελιά στα στήθη σου κι ελιά στην αμασκάλη [...].
-Ξένε μου εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι ο καλός μου



9, Ο ξενιτεμένος       (Χρήστος Χρηστοβασίλης)

Αλί του, που 'ν' στην ξενιτιά και ξενοπαραδέρνει
Δεν έχει μάνα κι αδερφή κι εμπιστεμένο ταίρι
Να μαγειρεύουν του να τρώει, να πλένουν τα σκουτιά του
Να στρώνουνε το στρώμα του, να πέφτει να κοιμάται
Κι αν αρρωστήσει ο δύστυχος και πέσει στο κρεβάτι
Να κλαιν' στο προσκεφάλι του, να χύνουν μαύρα δάκρυα.
Ξένες του μαγειρεύουνε, και πλένουν τα σκουτιά του.
Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του.
Του μαγειρεύουν μια και δυο, του πλένουν τρεις και πέντε
Και στρώνουνε το στρώμα του και τα σκεπάσματά του,
Κι απέ του λένε με θυμό, του λεν' με καταφρόνια.
Φέρε να μαγειρέψομε, πλέρωσε για το πλύμα,
Πλέρωσε για το στρώμα σου και τα σκεπάσματά σου.

 

10. Η ξενιτιά

Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου,
Του ξένου δος του ξενιτιά, κι αρρώστια μην του δίνεις,
Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια,
θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι.
Θέλει κι αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνει.
Γω τό ειδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον
Τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλί στο λάκκο,
Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη.

11. Γιάννη μου το μαντήλι σου  

Γιάννη μου το μαντήλι σου τι τό ΄χεις λερωμένο;
βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου
βρε παλικαράκι μου.
Tο λέρωσε η ξενιτιά, τα έρημα τα ξένα
βρε μανούλα μου
κάψαν την καρδούλα μου.
Πέντε ποτάμια τό “πλυναν κι έβαψαν και τα πέντε
βρε Γιάννο, Γιαννάκη μου
βρε παλικαράκι μου.
Kι έβαψαν και τη θάλασσα με όλα τα καράβια
βρε Γιάννο, Γιαννάκη μου
βρε παλικαράκι μου.
                           (Γιάννη μου το μαντήλι σου, δημοτικό Πωγωνίου, Σάββας Σιάτρας)            
                                                       


12.  Ένα πουλί θαλασσινό κι' άλλο πουλί βουνίσιο

Ένα πουλί θαλασσινό κι' άλλο πουλί βουνίσιο,
τα δυο πουλιά μαλώνανε 'ς του σταυραϊτού, τον τόπο.
Γυρίζει το θαλασσινό και λέγει του βουνίσιου.
"Μη με μαλώνης, βρε πουλί, και μη με παραδιώχνης,
τι εγώ πολύ δεν κάθομαι 'ς τον τόπο το δικό σου,
Αν κάτσω Μάη και Θεριστή κι' όλον τον Αλωνάρη,
κι' αν πάρω κι' απ' τον Αύγουστο, τον Τρυγητή μισσεύω,
κι' αφήνω γεια 'ς τοις όμορφαις και γεια 'ς τοις μαυρομάταις
κ' εγώ πάγω 'ς τον τόπο μου, γυρνώ 'ς τους εδικούς μου."
                                     (Ν.Γ. Πολίτη, Δημοτικά τραγούδια, Γράμματα) 

13. Τζιβαέρι

Αχ! Η ξενιτιά το χαίρεται
Τζιβαέρι μου
Το μοσχολούλουδο μου
σιγανά και ταπεινά

Αχ! Εγώ ήμουνα που το ‘στειλα
Τζιβαέρι μου
Με θέλημα δικό μου
σιγανά πατώ στη γη

Αχ! Πανάθεμά σε ξενιτιά
Τζιβαέρι μου
Εσέ και το καλό σου
σιγανά και ταπεινά

Αχ! Που πήρες το παιδάκι μου
Τζιβαέρι μου
και το ‘κανες δικό σου
σιγανά πατώ στη γη
                                                        (Τζιβαέρι, Δόμνα Σαμίου)

16. Μεσ’ στου Αιγαίου

Μεσ’ στου Αιγαίου, μπρόβαλε να δεις
μεσ’ στου Αιγαίου, Αιγαίου τα νησιά
Α μεσ’ στου Αιγαίου τα νησιά αγγέλοι φτερουγίζουν
Και μέσα στο φτε- μπρόβαλε αστρί μου
και μέσα στο φτε- στο φτερούγισμα
Α και μέσα στο φτερούγισμα τριαντάφυλλα σκορπίζουν
Αιγαίο μου γα- βοήθα Παναγιά μου
Αιγαίο μου γα- μου γαλήνεψε
Αιγαίο μου γαλήνεψε τα γαλανά νερά σου
Να ρθούνε τα ξε- μπρόβαλε να δεις
να ρθούνε τα ξε- τα ξενάκια σου
Α να ρθούνε τα ξενάκια σου στα ποθητά νησιά σου
Ροδόσταμο να μπρόβαλε αστρί μου
ροδόσταμο να να γίνουνε
Α ροδόσταμο να γίνουνε Αιγαίο τα νερά σου
                                                       
             ( Μεσ’ στου Αιγαίου Παραδοσιακό Λέρου, Άννα Καραμπεσίνη & Έφη Σαρρή)      

15. Επιστροφή     (Νικηφόρος Βρετάκος)




Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ’ τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση.

Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν’ ανάψει.
Κ’ ενώ απ’ την πόρτα βλέπω τις γλυκές του λάμψεις,
με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου,
Δε μπαίνω μέσα.
Απέξω κάθομαι και κλαίω…




16. Γιώργος Σεφέρης «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»

-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

- Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

- Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

- Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

- Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

- Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.



17. Ὁ Φιλόπατρις   Ανδρέας Κάλβος


  φιλτάτη πατρίς,
θαυμασία νσος,
Ζάκυνθε· σ μο δωκας
τν πνοήν, κα το πόλλωνος
τ χρυσ δρα!

Ποτ δν σ λησμόνησα,
ποτέ· - Κα τύχη μ᾿ ρριψε
μακρ πόσε· μ εδε
τ πέμπτον το αἰῶνος
ες ξένα θνη.

Σύ, ταν τ οράνια
ρόδα μὲ᾿ τ μαυρότατον
πέπλον σκεπάζ νύκτα,
σ εσαι τν νείρων μου
χαρ μόνη.

Μοσχοβολάει τ κλίμα σου,
φιλτάτη πατρίς μου,
κα πλουτίζει τ πέλαγος
π τν μυρωδίαν
τν χρυσν κήτρων.

ς μ μο δώσ μορα μου
ες ξένην γν τν τάφον·
εναι γλυκς θάνατος
μόνον ταν κοιμώμεθα
ες τν πατρίδα.



18. Τα άγρια και τα ήμερα / (Μιχάλης Γκανάς)

  Πέτρα που φέγγει μέσα μου τις νύχτες. Εδώ ξαπόστασαν γυναίκες φορτωμένες, εδώ ραμφίσαν τα πουλιά σιωπές όταν συννέφιαζε, δεν έβρεχε κι όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Χαμήλωνε το σύννεφο, ώσπου ακουμπούσε τις σκεπές, έγλειφε ως τα θέμελα τους τοίχους, λαλούσαν οι σφαγμένοι πετεινοί κι αρμένιζε το κάθε σπίτι μοναχό του, ενώ ακινητούσε το χωριό. Ξενιτεμένοι κουνούσαν τότε τα μαντίλια τους. Από πολύ μακριά. Μπορεί κι από τον άλλο κόσμο.


19. Για ένα παιδί που κοιμάται (Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου)

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,
Με του αδερφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση.
Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.

Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,

Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.



20. Θεσσαλονίκη, Μέρες το 1969 μ.Χ.  (Μανόλης Αναγνωστάκης)

Στν δ Αγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ψώνεται τ μέγαρο τς Τράπεζας Συναλλαγν
Τουριστικ γραφεα κα πρακτορεα μεταναστεύσεως.
Κα τ παιδάκια δν μπορονε πι ν παίξουνε π
τ τόσα τροχοφόρα πο περνονε.
λλωστε τ παιδι μεγάλωσαν, καιρς κενος πέρασε πο ξέρατε
Τώρα πι δ γελον, δν ψιθυρίζουν μυστικά, δν μπιστεύονται,
σα πιζήσαν, ννοεται, γιατ ρθανε βαρις ρρώστιες π τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιτες,
Θυμονται τ λόγια το πατέρα: σ θ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δν χει σημασία τελικ ν δν τς γνώρισαν, λένε τ μάθημα
ο διοι στ παιδιά τους
λπίζοντας πάντοτε πς κάποτε θ σταματήσει λυσίδα
σως στ παιδι τν παιδιν τους στ παιδι τν παιδιν
τν παιδιν τους.
Πρς τ παρόν, στν παλι δρόμο πο λέγαμε, ψώνεται
  Τράπεζα Συναλλαγν
- γ συναλλάσσομαι, σ συναλλάσσεσαι, ατς συναλλάσσεται-
Τουριστικ γραφεα κα πρακτορεα μεταναστεύσεως
-μες μεταναστεύουμε, σες μεταναστεύετε, ατο μεταναστεύουν-
που κα ν ταξιδέψω λλάδα μ πληγώνει, λεγε κι Ποιητς
λλάδα μ τ ραα νησιά, τ ραα γραφεα,
τς ραες κκλησις
λλς τν λλήνων.

(Η συλλογή είναι αφιερωμένη σ' όλους τους ξενιτεμένους και περισσότερο στη νέα γενιά των Ελλήνων, που έφυγαν τα τελευταία χρόνια ή που θα φύγουν στο μέλλον, με την ευχή να μην ξεχάσουν ποτέ τον τόπο τους και την ελπίδα  να γυρίσουν).           (Παπατσίρος Απόστολος)
                                          
                                         


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου