Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

          Νεοελληνική Λογοτεχνία                 Ερμηνευτικό σχόλιο                                                                                                    Παπατσίρος Απόστολος


                                                                                  «Μέσα στη βουή του δρόμου»

Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να βρω το όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.


Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.


Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε—
πουλιά που 'χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.


Κι άφησε στο πέρασμά του
—πέρασμα ζωής, θανάτου—
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω την πεθαμένη ελπίδα.


Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.


Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.


Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.

                                                   (Μήτσος Παπανικολάου 1900-1943)


Ερώτηση: Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος κατά τη γνώμη σας; Ποια είναι η διάθεση του ποιητή και πώς υποδηλώνεται αυτή στο ποίημα; Στην απάντησή σας να αξιολογήσετε την επιλογή του τίτλου του ποιήματος και να αξιοποιήσετε δύο επιπλέον κειμενικούς δείκτες της επιλογής σας (200 λέξεις περίπου)

     Το σκηνικό του ποιήματος είναι ένας πολυσύχναστος δρόμος, στο κέντρο της Αθήνας πιθανότατα εκεί όπου έζησε πλάνης ο ποιητής και συναντά ανεπάντεχα ένα πρόσωπο, που δεν μας προσδιορίζει σκόπιμα, ούτε τη μορφή, ούτε το φύλο του, ούτε μας δίνει άλλη πληροφορία για αυτό, παρά μόνο ότι ήταν «ένα όνειρο γλυκό και ξένο, που πέρασε όπως περνούνε τα πουλιά που έχουν φτερουγίσει ή τα σύννεφα μέσα στη δύση» (παρομοίωση), που τον άγγιξε ερωτικά, και του «άνοιξε όλες τις θύρες», (μεταφορά) ένας έρωτας με την πρώτη ματιά δηλαδή, απρόσμενος, ανεξήγητος, αμάχητος και ανεκπλήρωτος. Αυτός ο ξαφνικός και μυστικός έρωτας υποτάσσει το βλέμμα και κυριεύει την ψυχή του ποιητή στο πέρασμά του, «πέρασμα ζωής θανάτου» (αντίθεση) του αφήνει την ανάμνηση μιας θλίψης, αφού δεν μπορεί «να το βρει και να το φτάσει», είναι «μια ελπίδα πεθαμένη», μια επιθυμία μάταιη, σαν μια γλυκιά παραίσθηση ή φαντασίωση σε μια μποέμ εκζήτηση του ποιητή, που την «κρατά στον νου του ακόμα σαν τριαντάφυλλο στο στόμα», εικόνα σκληρή κι αξέχαστη, αφού αυτός ο έρωτας του αφήνει μια ανοικτή πληγή, όπως ματώνει τα χείλη του ο αγκαθερός μίσχος από το ευώδες φυτό. Αυτή η μυστήρια κι απροσδιόριστη έλξη για ένα άγνωστο πρόσωπο είναι που γοητεύει τον ποιητή κι εξάπτει τη φαντασία του, να πει αυτό που νιώθει «μέσα στη βουή του δρόμου», (τίτλος - σκηνικό που επαναλαμβάνεται αμέσως ως στίχος εμφατικά) ανάμεσα σε οχήματα και βιαστικούς διερχόμενους, αδιάφορους ή ενοχλητικούς που δεν κατανοούν, ούτε συναισθάνονται το προσωπικό του πάθος ή δράμα, αλλά σαν χορός αρχαίας τραγωδίας είναι βουβά πρόσωπα, ενός σκηνικού δραματικής έντασης, χωρίς όμως ελπίδα «κάθαρσης» του ποιητικού ήρωα. 

Το ποίημα μελοποιήθηκε από τους Domenica το 2002, υπάρχει στο ομώνυμο album:
                                                   

                                                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου