Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

                    Νεοελληνική Λογοτεχνία                                         Ερμηνευτικό σχόλιο

                                                




Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, Νίκος Καββαδίας (1910-1975)

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου 'λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου 'λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που 'χε πιει
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ' Άντεν μου 'λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ' τον πυρετό
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη

                                                                 (Μαραμπού, 1933)

Ερώτηση: Το ποίημα έχει δύο ποιητικούς ήρωες, τον Γουίλι και τον ναυτικό (εδώ είναι ο ίδιος ο ποιητής). Πώς περιγράφεται αυτή η σχέση μεταξύ τους; Ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να προβάλλει τελικά ο ποιητής και γιατί; Στην απάντησή σας να αξιοποιήσετε τρεις κειμενικούς δείκτες της επιλογής σας (200 λέξεις)

     Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας, με την ιδιότητα του ναυτικού -ήταν ασυρματιστής σε εμπορικό πλοίο- εξιστορεί τη φιλική σχέση κι επαφή που είχε με τον Γουίλι, τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί. Γι’ αυτό εναλλάσσεται στην αφήγηση με τον διάλογο το ποιητικό πρόσωπο του ήρωα για να αποκτήσει περισσότερο παραστατικό και υποβλητικό ύφος η περιγραφή της σχέσης αυτής (Μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς… μου 'λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις …) και για να γίνει πιο άμεσο το μήνυμα που θέλει να προβάλλει ο ποιητής τελικά (του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει). Έτσι το ποίημα αποκτά φυσική ροή και περισσότερη ένταση και με την έλλειψη στίξης μέχρι το τέλος, που είναι όμως δραματικό, αφού πεθαίνει ο Γουίλ και γίνεται ο θάνατός του η αφορμή για τον ποιητή να μας αναδιηγηθεί την ιστορία του. Με τον διάλογο το ποίημα αποκτά προφορικότητα στο ύφος και την εναλλαγή των εικόνων σε παρελθόντα χρόνο (σχολούσε, ερχότανε, μιλούσε) θεατρικότητα, αφού αποτελούν ανάμνηση πλέον για τον ποιητή όσα του έλεγε ο Γουίλ για «πράγματα περίεργα», με «γοργόνες με φτερά στην πλάτη της θαλάσσης» ή έκανε για να τον «φυλάξει σε μπαρ στη Μαρσίλια» γιατί «μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά» και ο ποιητής τον εκτιμούσε πολύ με τη φιλία του και τού ΄δινε «λάμες ξυραφιών» και του 'λεγε προφητικά «πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει», για να τον σώσει από την εξάρτηση και τον θάνατο, αλλά μάταια. Γι’ αυτό στο τέλος παρακαλεί τον Θεό να συγχωρέσει τον «καλό Γουίλ» δίνοντάς του «εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη».
    Η ιστορία του Γουίλ γίνεται διδακτική με πρόθεση από τον ποιητή για τους νέους περισσότερο, έτσι ώστε να αποφύγουν τη χρήση των ουσιών που τους δημιουργούν εθισμό κι εξάρτηση και κινδυνεύουν να πεθάνουν από άγνοια ή αμέλεια.
                                           

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

          Νεοελληνική Λογοτεχνία                 Ερμηνευτικό σχόλιο                                                                                                    Παπατσίρος Απόστολος


                                                                                  «Μέσα στη βουή του δρόμου»

Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να βρω το όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.


Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.


Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε—
πουλιά που 'χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.


Κι άφησε στο πέρασμά του
—πέρασμα ζωής, θανάτου—
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω την πεθαμένη ελπίδα.


Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.


Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.


Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.

                                                   (Μήτσος Παπανικολάου 1900-1943)


Ερώτηση: Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος κατά τη γνώμη σας; Ποια είναι η διάθεση του ποιητή και πώς υποδηλώνεται αυτή στο ποίημα; Στην απάντησή σας να αξιολογήσετε την επιλογή του τίτλου του ποιήματος και να αξιοποιήσετε δύο επιπλέον κειμενικούς δείκτες της επιλογής σας (200 λέξεις περίπου)

     Το σκηνικό του ποιήματος είναι ένας πολυσύχναστος δρόμος, στο κέντρο της Αθήνας πιθανότατα εκεί όπου έζησε πλάνης ο ποιητής και συναντά ανεπάντεχα ένα πρόσωπο, που δεν μας προσδιορίζει σκόπιμα, ούτε τη μορφή, ούτε το φύλο του, ούτε μας δίνει άλλη πληροφορία για αυτό, παρά μόνο ότι ήταν «ένα όνειρο γλυκό και ξένο, που πέρασε όπως περνούνε τα πουλιά που έχουν φτερουγίσει ή τα σύννεφα μέσα στη δύση» (παρομοίωση), που τον άγγιξε ερωτικά, και του «άνοιξε όλες τις θύρες», (μεταφορά) ένας έρωτας με την πρώτη ματιά δηλαδή, απρόσμενος, ανεξήγητος, αμάχητος και ανεκπλήρωτος. Αυτός ο ξαφνικός και μυστικός έρωτας υποτάσσει το βλέμμα και κυριεύει την ψυχή του ποιητή στο πέρασμά του, «πέρασμα ζωής θανάτου» (αντίθεση) του αφήνει την ανάμνηση μιας θλίψης, αφού δεν μπορεί «να το βρει και να το φτάσει», είναι «μια ελπίδα πεθαμένη», μια επιθυμία μάταιη, σαν μια γλυκιά παραίσθηση ή φαντασίωση σε μια μποέμ εκζήτηση του ποιητή, που την «κρατά στον νου του ακόμα σαν τριαντάφυλλο στο στόμα», εικόνα σκληρή κι αξέχαστη, αφού αυτός ο έρωτας του αφήνει μια ανοικτή πληγή, όπως ματώνει τα χείλη του ο αγκαθερός μίσχος από το ευώδες φυτό. Αυτή η μυστήρια κι απροσδιόριστη έλξη για ένα άγνωστο πρόσωπο είναι που γοητεύει τον ποιητή κι εξάπτει τη φαντασία του, να πει αυτό που νιώθει «μέσα στη βουή του δρόμου», (τίτλος - σκηνικό που επαναλαμβάνεται αμέσως ως στίχος εμφατικά) ανάμεσα σε οχήματα και βιαστικούς διερχόμενους, αδιάφορους ή ενοχλητικούς που δεν κατανοούν, ούτε συναισθάνονται το προσωπικό του πάθος ή δράμα, αλλά σαν χορός αρχαίας τραγωδίας είναι βουβά πρόσωπα, ενός σκηνικού δραματικής έντασης, χωρίς όμως ελπίδα «κάθαρσης» του ποιητικού ήρωα. 

Το ποίημα μελοποιήθηκε από τους Domenica το 2002, υπάρχει στο ομώνυμο album: