Κυριακή 9 Μαρτίου 2025


«Στα καμένα», Μιχάλης Γκανάς


Έλα να πάμε στα καμένα,
στον Υμηττό και στην Αυλώνα,
πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου,
δέντρα που ήτανε φαντάσου
και στη σκιά τους ξεκουράσου.

Έλα και πάρε με μαζί σου
στην κυριακάτικη εκδρομή σου,
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου,
στις εκβολές του παραδείσου.

Έλα να πάμε στα καμένα,
δε μας χωράει πια το σπίτι,
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,
έρχονται φλόγες απ' τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει,
μέσα στο πύρινό της χνότο,
από τον έσχατο ως τον πρώτο.

Έλα να βγούμε απ' το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες,
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
εδώ, στο χείλος της αβύσσου,
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει,
να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο,
να δείχνει φονικά και φλόγες,
τσόντες, πολιτικούς και ρώγες,
ενώ εμείς θα 'χουμε φτάσει
στο σταυροδρομι του εξήντα
με τα παιδάκια μας στον ώμο,
για να μας δείχνουνε το δρόμο.
                                                          Στίχοι, Μελάνι

Ερώτηση: Ποια είναι η επιθυμία που διατυπώνεται από τον ποιητή στο ποίημα και για ποιο λόγο; Ποια η ιδιαίτερη σημασία της έγκλισης και του γραμματικού προσώπου του ποιήματος σε σχέση με το περιεχόμενό του; Σε ποιο σημείο του ποιήματος αποδεικνύεται προφητικός ο λόγος του ποιητή; (200 λέξεις)

    Η επιθυμία του ποιητή είναι να πάρει το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται (προφανώς τη γυναίκα του) να πάνε έξω στη φύση, εκεί που ήταν πριν δάση, στον Υμηττό και την Αυλώνα και τώρα είναι καμένα. Αναφέρεται στο αττικό τοπίο και συγκεκριμένα στην Αθήνα, η οποία έχει χάσει εδώ και δεκαετίες το περιαστικό της δάσος από τις συχνές πυρκαγιές από τους καταπατητές γης. Η επιθυμία του ποιητή είναι να πάνε να δούνε την καμένη φύση, να νοσταλγήσουν την ομορφιά που χάνουν, να σκεφτούν πως κινδυνεύουν από την αδιαφορία τους, και αυτοί και τα παιδιά τους, γιατί τις πυρκαγιές ακολουθούν πλημμύρες με ανθρώπινα θύματα κι ανυπολόγιστες καταστροφές.
     Η έγκλιση που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι η προστακτική και το γραμματικό πρόσωπο το β΄ ενικό: «έλα να πάμε στα καμένα», «συλλογίσου... φαντάσου… ξεκουράσου», «έλα και πάρε με μαζί σου», «βγάλε με στο χλωρό κορμί σου», «έλα να βγούμε απ' το σπίτι», «πάρε και τα παιδιά μαζί σου», «άφησε την τηλεόραση να παίζει». Έτσι εκφράζει την προτροπή του επίμονα, σχεδόν παρακλητικά στη γυναίκα του να τον ακολουθήσει με τα παιδιά μαζί, να δουν τη χαμένη ομορφιά της φύσης και να αφήσουν την τηλεόραση με τα ανούσια ή χυδαία προγράμματά της να παίζει μόνη. Το β΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο εναλλάσσεται με το α΄ πληθυντικό, γιατί ο ποιητής μοιράζεται τα συναισθήματά του, εκφράζει τον κοινό πόθο, συμμερίζεται την κοινή αγωνία, τον κοινό φόβο για το μέλλον της πόλης, που δεν είναι ευοίωνο με τα δάση γύρω μας καμένα, και γίνεται προφητικός, αφού αυτή «η φωτιά θα μας δικάσει», κι «έρχονται δύσκολες ημέρες μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες» για πολλά χρόνια αργότερα με τρόπο ολέθριο κι οδυνηρό, ιδίως αν θυμηθούμε την πυρκαγιά στο Μάτι το 2018 ή τις πλημμύρες στη Μάνδρα και τον άδικο χαμό πολλών ανθρώπων. Με τον τρόπο αυτό το οικολογικό μήνυμα του ποιήματος γίνεται πιο υποβλητικό, εύγλωττο κι εύληπτο και ο προφητικός λόγος του ποιητή μας υπενθυμίζει το ηθικό χρέος και την ανάγκη να αγαπούμε και να προστατεύουμε το δάσος.  
                                                                                            Απόστολος Παπατσίρος 
                                        

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025


Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου, ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.*

                                 Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης (1863-1933)

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.                                                                                           —Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή. [1921]

Ερώτηση: Πώς εξηγείται η επιλογή του ποιητή στον τίτλο του ποιήματος με την αναφορά σε ένα πρόσωπο φανταστικό, τον Ιάσονα Κλεάνδρου (περσόνα) και έναν τόπο μακρινό, την Κομμαγηνή, που δεν υπήρχε πλέον στην εποχή του; Γιατί επικαλείται την Ποίηση ο ποιητής; Ποια είναι η διάθεσή του; (200 λέξεις).                                                                      Μονάδες 15

    Η επιλογή του τίτλου «Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου, ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.» είναι μια ποιητική συνομιλία του ποιητή, μ’ ένα πρόσωπο φανταστικό (περσόνα) και σε φανταστικό χωροχρόνο, για να εκφράσει τη δική του ψυχική κατάσταση, που είναι επίσης μελαγχολική κι απαισιόδοξη λόγω των γηρατειών. Το πρόσωπο Ιάσων, ετυμολογικά παραπέμπει στην Ιασώ, την ίαση δηλαδή τη γιατρειά, τη θεραπεία, ενώ το πατρώνυμο Κλεάνδρου φανερώνει τη δόξα (κλέος) του άνδρα, ήταν δηλαδή ένας ευγενής ευπατρίδης και ομότεχνος του ποιητή. Ο μυθικός τόπος της Κομμαγηνής ήταν ελληνιστικό κέντρο που ξέπεσε στους ρωμαϊκούς χρόνους που αναφέρει στα 595 μ.Χ. Ως τίτλος είναι παράξενος, ασυνήθης κι εκτενής σε πληροφορίες με επιμελημένη στίξη: δίνει τη διάθεση, το πρόσωπο, την καταγωγή, την ιδιότητα, τον τόπο και το χρόνο που αναφέρεται. Ο ποιητής ανατρέχει στο ελληνιστικό παρελθόν της Ανατολής σε χρόνια κάμψης της αρετής και παρακμής και πλάθει με τη φαντασία του ένα ισοδύναμο παράδειγμα αδυναμίας και θλίψης στο πρόσωπο ενός ποιητή, που νιώθει ότι το γήρας τον έχει καταβάλει.
     Ο ποιητής νιώθει αποδυναμωμένος σωματικά και ψυχικά από τα γηρατειά κι επινοεί το πρόσωπο του Ιάσονα Κλεάνδρου, αλλά υπονοεί το δικό του «γήρασμα του σώματος και της μορφής», το οποίο περιγράφει με την παρομοίωση και την επανάληψή της σαν «πληγή από φρικτό μαχαίρι», ενώ υπάρχει και υπαλλαγή στο επίθετο φρικτό που θά πρεπε να συνοδεύει την πληγή. Το γήρας που φέρνει τη βιολογική του παρακμή, ασχημαίνει το πρόσωπό του και τον γεμίζει με απογοήτευση, θλίψη και μελαγχολία, είναι προμήνυμα επιγενόμενου θανάτου, γι’ αυτό και δεν έχει «εγκαρτέρησι καμιά», αλλά φοβάται ότι πλησιάζει το τέλος. Καταφεύγει για αυτό ως ικέτης ή υπηρέτης στην μόνη του ελπίδα, την «Τέχνη της Ποιήσεως», τη Μούσα της ποίησης δηλαδή, (προσωποποίηση) που «ξέρει από φάρμακα» αναλγητικά, «νάρκης του άλγους δοκιμές», να του απαλύνουν τον πόνο της πληγής, του σώματος και της ψυχής, με τη «Φαντασία και το Λόγο» έστω και «για λίγο». Η ποίηση δηλαδή είναι για τον ποιητή η δύναμη του νου και της ψυχής που τον θεραπεύει από τον πόνο και τον λυτρώνει από τον φόβο, τον φόβο του θανάτου που είναι χειρότερος κι απ’ τον ίδιο τον θάνατο*.



*Τελικά ο ποιητής δε θ’αποφύγει αυτόν τον καταθλιπτικό θάνατο προδομένος από καρκίνο του λάρυγγα, στις 29 Απριλίου του 1933, ακριβώς την ημέρα των εβδομηκοστών γενεθλίων του έκλεισε ο καρμικός κύκλος της ζωής του…
                                                                                                      Παπατσίρος Απόστολος

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

                                                                                         



Διονύσης Χαριτόπουλος 

"Ο μοναχικός θρήνος"
                                                                                            
               Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 14/09/2002

  Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται. Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων. Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε.
Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά,
σαν γεμίσω το κεφάλι,
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.
                          (Τσέτσης)
   Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
  Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία. Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
του θανάτου η καμπάνα και για μένα.
                                     (Τσιτσάνης)

Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.
                                           (Βαμβακάρης)
  Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.
  Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι· απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα. Είναι χορός μοναχικός. Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι’ αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.
  Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός. Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων· είναι προσβολή γι’ αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει. Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας· είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ’ άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά...
   Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι’ αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων. Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.
   Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να μπει».
   Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει. Πότε μ’ ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο.
   Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει. 
  Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει. Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες. Μπορεί και να γίνει έτσι.
   Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο. Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.
 ———
* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό
Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».                                          
                                     
                                         ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΡΩΜΕΝΑ: ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ