Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

"Εν Σπάρτη" - "Στα 200 πΧ": Μια διαφορετική ανάγνωση του Καβάφη


  
                    
                       Εν Σπάρτη

Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε-
δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος 
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί  κι αυτή   
εις Αίγυπτον  και  να φυλάττεται·  
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα. 
Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει· κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει· κι όλο σταματούσε.

Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.
Και γέλασε· κ’ είπε βεβαίως πιαίνει.
Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε 
να’ναι  στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.

Όσο για την ταπείνωσι - μα αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός·
όθεν κ’ η απαίτησίς του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
Επιφανή ως αυτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.
                                                               (1928)


Ο χώρος, ο χρόνος και τα πρόσωπα:

    Σ’ αυτό το ποίημα του ο Καβάφης εξαίρει το ήθος της Κρατησίκλειας, της μητέρας του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη του Γ΄, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη του, μετά την ήττα του στη μάχη της Σελλασίας το 222 π.Χ, από τις ενωμένες δυνάμεις Μακεδόνων του Αντίγονου του Γ΄ και της Αχαϊκής Συμπολιτείας υπό τον Άρατο. Ο ρέκτης βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ο Γ΄ βασίλεψε από το 236-222 πΧ καταβάλλοντας την απέλπιδα προσπάθεια να σώσει την πόλη, η οποία είχε μείνει μόνο με 700 άνδρες σπαρτιατικής καταγωγής. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του ωστόσο προκάλεσαν αντιδράσεις και τελικώς η Σπάρτη δεν απέφυγε την ήττα και τη συντριβή στη Σελλασία το 222 πΧ. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που ξένος στρατός καταλάμβανε την ηρωϊκή πόλη.

 

     Η περίοδος που αναφέρεται το ποίημα είναι τα ελληνιστικά χρόνια, ο 3ος αιώνας π.Χ, η περίοδος που εμπνέει περισσότερο από κάθε άλλη τον ποιητή στα περισσότερα ποιήματά του, ιδίως τα ιστορικά και φιλοσοφικά. Με αφορμή τα ιστορικά γεγονότα, ο Καβάφης ανασυνθέτει ιδανικά το κλίμα της εποχής, που ήταν εποχή παρακμής και κάμψης της αρετής. Τα πρότυπα του Καβάφη, γενικά στην ποίησή του, βεβαίως δεν ήταν ηρωικά, επικά ή δωρικά. Γοητεύεται κι εμπνέεται περισσότερο από την παρακμή, την απόκλιση και τη διαφορετικότητα -τη βίωνε κι ο ίδιος άλλωστε- χωρίς να νιώθει την ανάγκη να ασχοληθεί με τα εθνικά θέματα της εποχής του, όπως έκαναν πολλοί παλαμικοί ποιητές. Σ’ όλα αυτά βέβαια προσθέτει την ιδιότυπη ειρωνεία του, ως σχόλιο και αφορμή για περαιτέρω συζήτηση. Αυτή είναι άλλωστε και η ομορφιά της ποίησης, ο διάλογος του ποιητή με το κοινό του, που ξεπερνά τα όρια της εποχής του.

    Το συγκεκριμένο ποίημα προβάλλει το αγέρωχο ύφος και την υπερήφανη στάση μιας Σπαρτιάτισσας μάνας, που αναλογίζεται την πολύ δύσκολη θέση που έχει βρεθεί ο γιός της, που είναι βασιλιάς, χάνει τον πόλεμο με τους εχθρούς, χάνει τη βασιλεία του και υποχρεώνεται να εγκαταλείψει και την πόλη του, αναζητώντας άσυλο στην αυλή των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Η Σπάρτη που ήταν τότε σε περίοδο παρακμής, αποδυναμωμένη από τους εξαντλητικούς πολέμους, τη δημογραφική της συρρίκνωση (ολιγανθρωπία-λειψανδρία), τις αποτυχημένες απόπειρες κοινωνικών μεταρρυθμίσεων (Άγις ο Δ΄, Κλεομένης ο Γ΄), μετά την ήττα στη μάχη της Σελλασίας θα ενσωματωθεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία έως την τελική κατάλυση των ελληνικών πόλεων από τους Ρωμαίους. Η άλλοτε πόλη σύμβολο θα περάσει στη λήθη και θα εγκαταλειφθεί σταδιακά στους αιώνες που ακολούθησαν, έως την επανίδρυσή της το 1834 από τον Όθωνα.

Το θέμα της ιδιαίτερης ¨στάσης¨ που νιώθεται:

    Όλα αυτά δεν περνούν απαρατήρητα από τον ποιητή, που ήταν άριστος γνώστης της ιστορίας. Εδώ εστιάζει στην ανθρώπινη πλευρά του δράματος της βασιλικής οικογένειας. Αφενός στη δυσκολία του ίδιου του Κλεομένη να πει στη μάνα του την αλήθεια, ότι ο Πτολεμαίος τη ζητάει την ίδια, ως εγγύηση της συμφωνίας τους και αφετέρου στην ¨ταπείνωση¨ της μάνας ενός Σπαρτιάτη βασιλιά ¨ανοίκειον πράγμα¨. Κι εδώ γίνεται η ανατροπή: Αυτό που δεν τολμούσε να πει ο γιός, κατάλαβε βεβαίως η μάνα και για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση προσφέρθηκε από μόνη της και με χαρά να πάει στην Αίγυπτο, θεωρώντας μεγάλη τιμή να είναι ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία χρήσιμη στη Σπάρτη. Δεν την ένοιαζε που «ένας Λαγίδης χθεσινός» δεν μπορούσε να καταλάβει το φρόνημα μιας «Σπαρτιάτισσας, Δέσποινας, Επιφανούς, μητέρας βασιλέως». Εδώ φαίνεται καθαρά πως ό,τι ήταν η αρχαία Σπάρτη στην ιστορία, αυτό το όφειλε περισσότερο στις δυναμικές και υπερήφανες γυναίκες της, που γεννούσαν γερά παιδιά, τα ανέτρεφαν να γίνουν ανδρείοι πολεμιστές, τα αποχωρίζονταν νωρίς -στα επτά τους χρόνια- για τη σκληρή στρατιωτική τους εκπαίδευση στις αγέλες και τους έδιναν μετά την ασπίδα με την ευχή «ή ταν ή επί τας». Εξάλλου η Σπαρτιάτισσα μάνα έπρεπε παράλληλα να είναι και πατέρας στη θέση του άνδρα της δηλαδή που απουσίαζε, αφού πολεμούσε συνεχώς, κι ενδεχομένως δεν θα ξαναγύριζε ποτέ.

¨Στα 200 π.Χ¨:

    Αντίθετα με αφορμή το ποίημα ¨Στα 200 π.Χ¨, από πολλούς μελετητές έχει υποστηριχθεί η άποψη  ότι ο Καβάφης ειρωνεύεται και απαξιώνει τους Σπαρτάτες για την υπεροψία τους να μην ακολουθήσουν την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ήταν νικηφόρος και δημιούργησε έναν νέο κόσμο και πολιτισμό στην Ανατολή. Έτσι οι Λακεδαιμόνιοι μένοντας πιστοί στις παραδόσεις τους, ήταν οι μόνοι που δε συμμετείχαν στις μεγάλες νίκες του Αλέξανδρου και δεν είχαν μερίδιο στα πλούτη και τη δόξα των Μακεδόνων. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα άλλωστε από πριν με την άρνησή τους να πάρουν μέρος στο πανελλήνιο Συνέδριο της Κορίνθου το 337 π.Χ, το οποίο ανέδειξε τον Φίλιππο ισόβιο ηγέτη των Ελλήνων και αρχηγό της περσικής εκστρατείας. Η στάση τους επομένως ήταν συνειδητή και σύμφωνη με τους ηθικούς τους νόμους, που δε θα ΄πρεπε να παραβιάσουν. 
   Το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» είναι το προτελευταίο που δημοσίευσε ο Κ.Π. Καβάφης στα 1931, και θεωρείται ένα από τα πιο ώριμα και μεστά ποιηματά του. Πρόκειται για έναν φανταστικό μονόλογο ενός Έλληνα ο οποίος ζει στα 200 π.Χ. στις περιοχές του «νέου» κόσμου που δημιουργήθηκε μετά από τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. O ομιλητής διαβάζει την επιγραφή που συνόδευε τις 300 πανοπλίες από τη μάχη του Γρανικού, που αφιέρωσε ο Μέγας Αλέξανδρος στον Παρθενώνα: ΑΛΕΞΑΝΔΡOΣ ΦΙΛΙΠΠOΥ ΚΑΙ OΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜOΝΙΩΝ ΑΠO ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩN TΗΝ ΑΣΙΑΝ ΚΑΤOΙΚOΥΝΤΩΝ. Στη συνέχεια αναφέρεται στα γεγονότα που προηγήθηκαν πριν από περίπου 130 χρόνια δηλαδή, επικρίνοντας ειρωνικά την άρνηση των Λακεδαιμονίων να ακολουθήσουν την πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών, με τη δικαιολογία ότι η σπαρτιατική παράδοση τους εμπόδιζε να πάρουν μέρος σε εκστρατεία στην οποία δεν ηγούνταν οι ίδιοι.         
           
                    ¨Στα 200 π.Χ¨
«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»-

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
Ά βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μιά στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ' Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!   
                                                             (1931)

    Ο Καβάφης δεν ειρωνεύεται τους Σπαρτιάτες, όπως εσφαλμένα νομίζουν οι περισσότεροι -και γράφεται στα σχολικά εγχειρίδια και βοηθήματα- με το ποίημα του ¨Στα 200 π.Χ.¨ επειδή δεν πολέμησαν στο πλευρό του Αλέξανδρου -που είχε διαδεχτεί τον Φίλιππο- και ¨υπό τας διαταγάς του¨ στη μεγάλη του εκστρατεία και κατάκτηση του τότε γνωστού κόσμου. Ο Καβάφης δεν ειρωνεύεται  με τον τελευταίο του στίχο - αποστροφή (Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!) τους Σπαρτιάτες, αλλά αυτούς που ειρωνεύονται τους Σπαρτιάτες, που δεν καταλαβαίνουν τον λόγο που είναι διαφορετικοί. Είπαμε πως ο Καβάφης λατρεύει την απόκλιση, την ετερότητα, θαυμάζει το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό ήθος, το προβάλλει, όπως προβάλλει και την υπέροχη Σπαρτιάτισσα την Κρατησίκλεια. Έτσι επομένως καταλαβαίνει, διακρίνει και θαυμάζει την περήφανη κι όχι αλαζονική στάση των Σπαρτιατών, που ¨νοιώθεται¨, γιατί κανένας βασιλιάς ή στρατηγός της Σπάρτης, για λόγους τιμής, δε θα μπορούσε να έπεται στη μάχη, αλλά μόνο να ηγείται. Οι Σπαρτιάτες διακρίνονταν για την υπακοή στον νόμο, τις παραδόσεις τους, είχαν κατακτήσει τη δόξα τους στα πεδία των μαχών και τον σεβασμό όλων των Ελλήνων. Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα όμως το 371 π.Χ. και την ήττα από τους Θηβαίους θα αποδυναμωθούν ηθικά και στρατιωτικά και θα ακολουθήσει η παρακμή. Οι Μακεδόνες όμως, αφού νίκησαν τους Θηβαίους και κατέστρεψαν με εκδικητικότητα την πόλη τους,  είδαν ανταγωνιστικά και τους Σπαρτιάτες -αν και ήταν από το κοινό γένος των Ηρακλειδών- και θέλησαν να τους υποτιμήσουν. Μια κραταιά δύναμη χανόταν και μια άλλη ισχυρότερη αναδεικνυόταν. Έτσι εξηγείται καθαρά ο συμβολισμός της ενέργειας του Αλέξανδρου, να στείλει στην Ακρόπολη των Αθηνών, 300 περσικές πανοπλίες ως επινίκιο αφιέρωμα στη θεά Αθηνά, εξαιρώντας βεβαίως τους αντίζηλους της δόξας του, Λακεδαιμόνιους (πλην Λακεδαιμονίων). Και γιατί 300; Ο λόγος ήταν προφανής, για να παραλληλίσει τη δόξα του με αυτή του Λεωνίδα και των 300 Σπαρτιατών και να τη διαγράψει έτσι από τη μνήμη των Ελλήνων. Μυκτηρίζοντας τους 300 και τον Λεωνίδα! Το ιδανικό του πρότυπο ήταν άλλωστε ο Αχιλλέας και όχι ο Λεωνίδας. Οπότε η ειρωνεία και η υπεροψία είναι από την πλευρά του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων και όχι από τους Σπαρτιάτες. Ούτε από τον Καβάφη υπάρχει ειρωνεία, γιατί δε γίνεται από τη μια να εξυμνεί ποιητικά τους Σπαρτιάτες στις "Θερμοπύλες" (1903), στο  "Εν Σπάρτη" (1928) και το  "Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων" (1929) και από την άλλη μετά να τους ειρωνεύεται "Στα 200 πΧ" (1931). Αξίζει να προσέξει κανείς πως η λέξη που ξεκινά το ποίημα στις "Θερμοπύλες" είναι η τιμή  (Τιμή σ’ εκείνους...) και είναι η λέξη που εμφατικά επαναλαμβάνεται (Και περισσότερη τιμή τους πρέπει...) στο τέλος. Αυτή την αίσθηση τιμής την ένιωθε ο Καβάφης και μας καλεί να νιώσουμε το ίδιο. 
     Ο τίλος του ποιήματος "Στα 200 π.Χ" άλλωστε περιγράφει από μόνος του την περίοδο παρακμής των χρόνων των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς τα ελληνιστικά βασίλεια, -μετά από συνεχείς διαιρέσεις και τους μεταξύ τους πολέμους- θα σαρωθούν από τους Ρωμαίους -μετά και την κατάκτηση της Καρχηδόνας το 202 π.Χ- το ένα μετά το άλλο (Κυνός Κεφαλές 197 π.Χ., Μάχη της Πύδνας 168 π.Χ., Μάχη της Λευκόπετρας 146 π.Χ.). Ο Καβάφης δεν εμπνέεται από την ελληνιστική εποχή γενικά, αλλά από την παρακμή που γνώρισαν βασίλεια και βασιλείς και αναδιηγείται ποιητικά την ιστορία τους. Άλλο ένα χαρακτηριστικό ποίημα που περιγράφει την απόλυτη παρακμή με τον ίδιο χρονικό προσδιορισμό-ορόσημο, το "200 π.Χ." -τυχαίο;- είναι το "Εν Μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 π.Χ." (1928) που δέχεται και πολιτικό αναμορφωτή για να σωθεί. Επομέμως: Τί είχε μείνει τότε στα 200 π.Χ. από τη "θαυμασια πανελληνια εκστρατεία;"  Πού ήταν τότε "ο ελληνικός καινύργιος κόσμος, ο μέγας"; Γι αυτό μιλάει και για "στοχαστικές προσαρμογές" με απογοήτευση ίσως για τους καρτακτητές Μακεδόνες και τους επίλοιπους Έλληνες, που πολεμούσαν και μεταξύ τους, πλην όμως με σεβασμό και τιμή για τους Λακεδαιμόνιους, τους οποίους οι άλλοι τότε περιφρονούσαν και δεν καταδέχονταν ούτε και να μιλούν (Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!)
   Αλλά και ιστορικά κρίνοντας, μια τόσο φιλόδοξη εκστρατεία για την κατάκτηση της Ανατολής, με τόσα πολλά βασίλεια υποταγμένα και σατραπίες ολόκληρες και τόσο μακριά από τη Σπάρτη, ήταν ένας μαξιμαλισμός αδιανόητος και ανεπιθύμητος για τους πειθαρχικούς Σπαρτιάτες, που υιοθετούσαν πάντα το "μέτρο" στις επιθυμίες και τις επιδιώξεις της ζωής τους. Τις δικές τους και της πόλης τους.
             Θερμοπύλες

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

    Πάντως ο Καβάφης έγραψε και δεύτερο ποίημα, έναν χρόνο αργότερα, για το ίδιο ακριβώς θέμα με το προηγούμενο (Εν Σπάρτη), χωρίς να φοβάται ποιητικά την επανάληψη -δεν το συνηθίζουν αυτό άλλωστε οι ποιητές- γεγονός που αποδεικνύει και τον σεβασμό του για την πόλη αυτή και τους ανθρώπους της. Αν δεν τον συνέπαιρνε η ιδέα ή το ξεχωριστό πρότυπο που ενσάρκωνε η Κρατησίκλεια θα επιχειρούσε να ξανασχοληθεί με τους ¨οπισθοδρομικούς¨ Σπαρτιάτες; Όχι βέβαια.

Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων

Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νά΄ναι, μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Αλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.» 

Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ».                                   
                                                                        (1929)

                            «Άγε, ω βασιλεύ...διδώ, πάρεισι.».
μετάφραση:  (Έλα βασιλιά των Λακεδαιμονίων, όταν βγούμε κανείς
                      να μη μας δει δακρυσμένους ή να κάνουμε κάτι ανάξιο της Σπάρτης.
                      Τούτο μόνο είναι στο χέρι μας. Όσο για τις τύχες μας,
                      μας παραστέκουν όπως δώσει ο θεός").

    Τελικά ο Κλεομένης ο Γ΄ θα φυλακιστεί από τον διάδοχο του Πτολεμαίου Γ΄, τον Πτολεμαίο Δ΄ τον Φιλοπάτορα. Θα οργανώσει την απόδρασή του και θα παρακινήσει σε εξέγερση τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας, αλλά πριν συλληφθεί, θα αυτοκτονήσει μαζί με άλλους 14 Σπαρτιάτες, που ήταν η φρουρά του, το 220-19 πΧ προτιμώντας να πεθάνει ελεύθερος. Η Κρατησίκλεια και τα παιδιά του μετά από την εξέλιξη αυτή θα εκτελεστούν με εντολή του Πτολεμαίου. Αυτό ήταν το τέλος του τελευταίου μεγάλου άνδρα της Σπάρτης και της μητέρας του, που παρακίνησε τον Πλούταρχο να γράψει το ¨Βίο¨ του και ενέπνευσε τον Καβάφη να μας αναδιηγηθεί ποιητικά την ιστορία τους.