Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025


Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου, ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.*

                                 Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης (1863-1933)

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.                                                                                           —Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή. [1921]

Ερώτηση: Πώς εξηγείται η επιλογή του ποιητή στον τίτλο του ποιήματος με την αναφορά σε ένα πρόσωπο φανταστικό, τον Ιάσονα Κλεάνδρου (περσόνα) και έναν τόπο μακρινό, την Κομμαγηνή, που δεν υπήρχε πλέον στην εποχή του; Γιατί επικαλείται την Ποίηση ο ποιητής; Ποια είναι η διάθεσή του; (200 λέξεις).                                                                      Μονάδες 15

    Η επιλογή του τίτλου «Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου, ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.» είναι μια ποιητική συνομιλία του ποιητή, μ’ ένα πρόσωπο φανταστικό (περσόνα) και σε φανταστικό χωροχρόνο, για να εκφράσει τη δική του ψυχική κατάσταση, που είναι επίσης μελαγχολική κι απαισιόδοξη λόγω των γηρατειών. Το πρόσωπο Ιάσων, ετυμολογικά παραπέμπει στην Ιασώ, την ίαση δηλαδή τη γιατρειά, τη θεραπεία, ενώ το πατρώνυμο Κλεάνδρου φανερώνει τη δόξα (κλέος) του άνδρα, ήταν δηλαδή ένας ευγενής ευπατρίδης και ομότεχνος του ποιητή. Ο μυθικός τόπος της Κομμαγηνής ήταν ελληνιστικό κέντρο που ξέπεσε στους ρωμαϊκούς χρόνους που αναφέρει στα 595 μ.Χ. Ως τίτλος είναι παράξενος, ασυνήθης κι εκτενής σε πληροφορίες με επιμελημένη στίξη: δίνει τη διάθεση, το πρόσωπο, την καταγωγή, την ιδιότητα, τον τόπο και το χρόνο που αναφέρεται. Ο ποιητής ανατρέχει στο ελληνιστικό παρελθόν της Ανατολής σε χρόνια κάμψης της αρετής και παρακμής και πλάθει με τη φαντασία του ένα ισοδύναμο παράδειγμα αδυναμίας και θλίψης στο πρόσωπο ενός ποιητή, που νιώθει ότι το γήρας τον έχει καταβάλει.
     Ο ποιητής νιώθει αποδυναμωμένος σωματικά και ψυχικά από τα γηρατειά κι επινοεί το πρόσωπο του Ιάσονα Κλεάνδρου, αλλά υπονοεί το δικό του «γήρασμα του σώματος και της μορφής», το οποίο περιγράφει με την παρομοίωση και την επανάληψή της σαν «πληγή από φρικτό μαχαίρι», ενώ υπάρχει και υπαλλαγή στο επίθετο φρικτό που θά πρεπε να συνοδεύει την πληγή. Το γήρας που φέρνει τη βιολογική του παρακμή, ασχημαίνει το πρόσωπό του και τον γεμίζει με απογοήτευση, θλίψη και μελαγχολία, είναι προμήνυμα επιγενόμενου θανάτου, γι’ αυτό και δεν έχει «εγκαρτέρησι καμιά», αλλά φοβάται ότι πλησιάζει το τέλος. Καταφεύγει για αυτό ως ικέτης ή υπηρέτης στην μόνη του ελπίδα, την «Τέχνη της Ποιήσεως», τη Μούσα της ποίησης δηλαδή, (προσωποποίηση) που «ξέρει από φάρμακα» αναλγητικά, «νάρκης του άλγους δοκιμές», να του απαλύνουν τον πόνο της πληγής, του σώματος και της ψυχής, με τη «Φαντασία και το Λόγο» έστω και «για λίγο». Η ποίηση δηλαδή είναι για τον ποιητή η δύναμη του νου και της ψυχής που τον θεραπεύει από τον πόνο και τον λυτρώνει από τον φόβο, τον φόβο του θανάτου που είναι χειρότερος κι απ’ τον ίδιο τον θάνατο*.



*Τελικά ο ποιητής δε θ’αποφύγει αυτόν τον καταθλιπτικό θάνατο προδομένος από καρκίνο του λάρυγγα, στις 29 Απριλίου του 1933, ακριβώς την ημέρα των εβδομηκοστών γενεθλίων του έκλεισε ο καρμικός κύκλος της ζωής του…
                                                                                                      Παπατσίρος Απόστολος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου