Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Το πρόβλημα της γλώσσας: Mathe paidi mou grammata…


                   Το πρόβλημα της γλώσσας:  Mathe paidi mou grammata…

    Είναι αναμφισβήτητα το πιο πολυσυζητημένο πρόβλημα της σύγχρονης εκπαίδευσης, που διαρκώς διευρύνεται από την καταλυτική επιρροή της τεχνολογίας των υπολογιστών και της χρήσης των κινητών τηλεφώνων, με την εισβολή των greeklish και προσλαμβάνει πλέον διαστάσεις εθνικού προβλήματος. Ο τρόπος που μιλούν και γράφουν οι περισσότεροι νέοι σήμερα δεν είναι απλώς θέμα προσωπικής επιλογής ή μόδα εποχής που θα περάσει, αντίθετα αναδεικνύει μια καίρια αδυναμία του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος να εμπνεύσει με τους θεσμούς του, όπως η οικογένεια, το σχολείο, τα Μ.Μ.Ε ή τα πρόσωπα και τους φορείς εξουσίας, το σεβασμό στη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Μην αποδίδουμε στα νέα παιδιά την ευθύνη της διαπιστωμένης ένδειας, παραφθοράς και ξενομανίας στο λόγο τους, αν δε δούμε πρώτα τις εσωτερικές ανεπάρκειες της κοινωνίας μας συνολικά και τον τρόπο που προσπαθούμε να τους επιβάλλουμε κάθε φορά αυτό που θεωρούμε σωστό. Αυτό βέβαια δεν απαλλάσσει τα ίδια τα παιδιά από τις δικές τους ευθύνες στον τρόπο που εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. 

Ποια είναι τα επιμέρους προβλήματα της γλώσσας σήμερα:

1)  Παρ’ όλο τον λεξιλογικό κι εκφραστικό πλούτο της γλώσσας μας, παρατηρείται το ανησυχητικό φαινόμενο τα νέα παιδιά κυρίως να μην μπορούν να εκφραστούν ικανοποιητικά, να περιγράψουν ή να αφηγηθούν παραστατικά τις σκέψεις ή τις εντυπώσεις τους, ακόμα και τις γνώσεις τους, γιατί αγνοούν τις κατάλληλες λέξεις ή τις χαρακτηριστικές διατυπώσεις στον λόγο. Αυτή η γλωσσική ένδεια ή λεξιπενία, είναι αισθητή τόσο στον προφορικό λόγο, με τη μορφή δυσφράδειας, εκφραστικής δηλαδή αδυναμίας και ασάφειας, όσο και στον γραπτό λόγο, που είναι πιο απαιτητικός και αξιολογείται με συνεχείς εξετάσεις στα διάφορα μαθήματα. 

2) Παράλληλα η χρήση περιορισμένου και κωδικοποιημένου λεξιλογίου, κυρίως με τυποποιημένες εκφράσεις, (νεανική αργκό) γίνεται συνήθεια και μόδα στην καθημερινή επικοινωνία κι έκφραση των νέων, δείγμα μιας άλλης αισθητικής αντίληψης για τη γλώσσα. Αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι να υιοθετούν μια μιμητική και βραχυλογική γλώσσα, η οποία όμως είναι συχνά δυσνόητη ή ακατανόητη για τους άλλους, που δεν είναι ¨μυημένοι¨ και να υπάρχει έτσι πρόβλημα επικοινωνίας ή συνεννόησης μεταξύ τους. Δείγμα αυτής της βραχυλογικής γλώσσας στον γραπτό λόγο, είναι η απουσία των φωνηέντων από τις λέξεις, που θεωρούνται πλέον περιττά στα γραπτά μηνύματα (s.m.s), οπότε μιλάμε για μια άφωνη, συνθηματολογική γλώσσα, που θυμίζει έντονα τα κρεολικά της Πολυνησίας. 

3)  Ένα άλλο πρόβλημα είναι η μαζική εισβολή ξένων λέξεων κι εκφράσεων, ως λογική συνέπεια της γλωσσομάθειας των νέων σήμερα, της πληροφορικής επανάστασης, της τεχνολογίας των επικοινωνιών, αλλά και της νεανικής pop κουλτούρας, πέρα από τη γνωστή ξενομανία του Έλληνα για λόγους επίδειξης. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο ότι οι νέοι προτιμούν να χρησιμοποιούν ξένες λέξεις κι εκφράσεις, της Αγγλικής κυρίως, όσο ότι προτιμούν να γράφουν ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες, δημιουργώντας έτσι την παραγλώσσα των greeklish. Το πρόβλημα αυτό ξεκίνησε αρχικά αθώα με την αποστολή μηνυμάτων στα κινητά, τη χρήση του Facebook και το chat, αλλά ξέφυγε από τα όρια της εφηβικής ή νεανικής μόδας και ¨τρέλας της εποχής¨ κι έγινε συνήθεια στον γραπτό λόγο ακόμα και των μεγαλύτερων. 

4)   Ξένες λέξεις πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα, αλλά τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο να υιοθετούμε ως νεολογισμούς γλωσσικά υβρίδια ή τέρατα και να αλλάζουμε τους δικούς μας γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Τυπικό παράδειγμα, οι ¨ανόητοι¨ πληθυντικοί όπως οι δράσεις, οι πολιτικές, οι πρακτικές, τα άγχη, τα κόστη, τα ρίσκα ή τα ¨βαριά πυροβολικά¨ που είναι συνήθως απόδοση ή μεταφορά όρων από τα αγγλικά, ενώ στην ελληνική χρησιμοποιούνταν μόνο στον Ενικό αριθμό. Η νεολεξία ως γλωσσικό φαινόμενο είναι βέβαια κατανοητή, γιατί η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, που ανανεώνεται διαρκώς ακολουθώντας την εξέλιξη, αλλά εδώ πρόκειται για ηθελημένη παραγωγή λέξεων, χάριν διαφοροποίησης ή εντυπωσιασμού. Σ’ αυτό το πρόβλημα ευθύνη έχουν πολλοί πολιτικοί, που αρέσκονται σε λέξεις εφευρήματα, αλλά και πρόσωπα της τηλεόρασης κυρίως. Ίσως η βαθύτερη πρόθεσή τους να είναι η απροσδιοριστία και η συσκότιση με τα διφορούμενα μηνύματα και λέξεις της πολιτικής, όπως π.χ το ¨μεσομακροπρόθεσμα¨ να έχουν διπλή ανάγνωση από το κοινό. Ευθύνη έχουν και ειδικοί επιστήμονες, που χρησιμοποιούν εσφαλμένους όρους όπως π.χ, οι αρχιτέκτονες με τον όρο ¨αναπαλαίωση¨, γιατί η παλαίωση ως διαδικασία νοείται άπαξ και εκ του χρόνου, ποτέ εκ νέου κι από μας.

5)   Λιγότερο σημαντικό πρόβλημα στη χρήση της γλώσσας είναι η παράλληλη χρήση ή σύγχυση ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική. Η καθαρεύουσα επιβιώνει στην πολιτική εξουσία και το πνεύμα σύνταξης των νόμων, όσο και τη δικαστική εξουσία και θεωρείται πιο επίσημη γλώσσα, ενώ η δημοτική είναι η γλώσσα του λαού, η καθομιλούμενη, που έχει καθιερωθεί επίσημα ως Νεοελληνική Κοινή από το 1976. Η γλωσσικές μας επιλογές επομένως απηχούν διαφορετικές εποχές και εκπαιδευτικά συστήματα, εκφράζουν διαφορετικές ηλικίες, προθέσεις ή ανάγκες, γιατί αλλιώς μιλάνε και γράφουν οι μεγαλύτεροι, αλλιώς οι νεότεροι, αλλιώς μιλάμε μεταξύ μας και αλλιώς αναφερόμαστε προφορικά ή γραπτά στα διάφορα όργανα του κράτους. Αυτός ο δυϊσμός στη γλώσσα στο παρελθόν είχε προσλάβει διαστάσεις εμφυλίου, για αμφότερες τις πλευρές οπαδών καθαρεύουσας και δημοτικής, αλλά μετά την καθιέρωση της δημοτικής η επιλογή λέξεων από την καθαρεύουσα, είναι περισσότερο θέμα παιδείας ή προσωπικού ύφους του καθενός. Περισσότερο σημαντική είναι η διάσταση ανάμεσα στον προφορικό λόγο, που εκφράζει την απλότητα, τη ζωντάνια και την αμεσότητα της σκέψης και του συναισθήματος και τον γραπτό, που είναι πιο σοβαρός, πιο επίσημος και απαιτεί δομημένη τυπολογικά έκφραση και τήρηση των μορφοσυντακτικών κανόνων.


Αιτίες του γλωσσικού προβλήματος:

1) Η ενοποίηση του γήινου χώρου με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία και αγορά, την εξάπλωση της πληροφορικής κοινωνίας και τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνοεπιστήμης, κατέστησαν την επικοινωνία των ανθρώπων εθνικά απρόσωπη και τυπική λόγω της πολυπολιτισμικότητας των κοινωνιών και της σταδιακής υποχώρησης εθνικών γλωσσών στο όνομα ενός οικουμενικού πολιτισμού. Η ανάγκη για ταχύτατη μετάδοση της πληροφορίας παντού, καθιέρωσε την παντοκρατορία της Αγγλικής και έθεσε στο περιθώριο εθνικές γλώσσες, μεταξύ αυτών και την Ελληνική. Τώρα πλέον όλος ο κόσμος, και όχι μόνο οι διπλωμάτες όπως ήταν παλιότερα, σκέφτεται, μιλάει και γράφει στην Αγγλική. Συνακόλουθα κι εμείς εδώ στην Ελλάδα φροντίζουμε από μικρή ηλικία τα παιδιά μας να μαθαίνουν γλώσσες, να παίρνουν αντίστοιχα πτυχία γλωσσομάθειας για να σπουδάσουν στο εξωτερικό, αλλά δε δείχνουμε το ίδιο ενδιαφέρον για τα ελληνικά τους. 

2) Η γενικότερη αίσθηση που υπάρχει στην Ελλάδα είναι ότι κάθε τι ξενόφερτο είναι καλύτερο, από το ελληνικό. Έτσι αναμασούμε ¨πολιτιστικά υποπροϊόντα¨ της Δύσης, γιατί νομίζουμε ότι θα αποκτήσουμε κύρος, θα γίνουμε περισσότερο Ευρωπαίοι και σύγχρονοι, αν είμαστε νεωτερικοί ή κοσμοπολίτες και μιλάμε βεβαίως όπως οι ξένοι. Αυτή η μιμητική διάθεση και η ξενομανία μας είναι περισσότερο εμφανής στον τρόπο επικοινωνίας κι έκφρασης και απειλεί τη γλωσσική και εθνική μας ταυτότητα, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε. 

3) Η οπτικοποίηση των μηνυμάτων λόγω της υψηλής τεχνολογίας με τη χρήση των πολυμέσων, της πληροφορικής και του διαδικτύου, αλλά και λόγω της κυριαρχίας της τηλεοπτικής εικόνας, άλλαξαν τις συνήθειες των ανθρώπων, που διαβάζουν λιγότερα βιβλία ή εφημερίδες, γράφουν με αποσπασματικό ή κωδικοποιημένο τρόπο κι εκφράζονται απλουστευτικά, σχεδόν συνθηματολογικά, όπως ακριβώς επιτάσσει η εποχή της ταχύτητας που ζουν. Τα περισσότερα ΜΜΕ χρησιμοποιούν μια γλώσσα εντελώς πεζή, μαζικά εύληπτη, επιφανειακά συναισθηματική, άλλοτε προκλητική ή νεωτεριστική αποσκοπώντας στον φτηνό εντυπωσιασμό και το εύκολο κέρδος.

4) Ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της εποχής μας εισχωρεί στο πεδίο σχεδιασμού και υλοποίησης της εκπαιδευτικής πολιτικής και προσαρμόζει την παρεχόμενη γνώση στο σχολείο περισσότερο στην αγορά εργασίας. Αυτό συνεπάγεται μείωση του ενδιαφέροντος των μαθητών για τα καθαρώς φιλολογικά μαθήματα ή τις ανθρωπιστικές σπουδές, οπότε χάνεται η επαφή με τον πνευματικό κόσμο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που εμπεριέχεται καθολικά στη γλώσσα του, με τον ανεξάντλητο πλούτο λέξεων και εννοιών και χάνεται έτσι το νήμα της διαχρονίας της. Όταν δεν κατανοούμε τα αρχαία ελληνικά στην Ελλάδα και δε μιλάμε σωστά ούτε τα νεοελληνικά, τότε δε μας φταίνε οι ξένοι, οι οποίοι παρεμπιπτόντως λατρεύουν τους αρχαίους, το πνεύμα τους, την τέχνη τους και διδάσκουν τη γλώσσα τους σε πολλά σχολεία και πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η απώθηση του κριτικού στοχαστικού λόγου από το πνεύμα της εκπαίδευσης πάντως είναι και συνάρτηση της αξιολόγησης της γνώσης με βάση την ικανότητα απομνημόνευσης των μαθητών και το στρεβλό σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων. 

5)  Στην ελληνική γλώσσα ενυπάρχουν έντονα στοιχεία πολιτιστικής αλληλεπίδρασης από άλλους λαούς και γλώσσες, που αποκτήθηκαν στην ιστορική της διαδρομή, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε μετά από κατακτήσεις ή πολέμους. Έτσι έχουμε πολλά γλωσσικά δάνεια από τη λατινική, αγγλική, γαλλική γλώσσα και πολλά κατάλοιπα σλαβικά και τουρκικά, να συνθέτουν την ποικιλομορφία της και την ετερογένεια της, που για κάποιους είναι πρόβλημα και μιλούν για ανάγκη γλωσσικής καθαρότητας, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν νοείται αμιγής γλώσσα σήμερα στον κόσμο. Καμία γλώσσα δεν μπορεί να μείνει ανέπαφη στο χρόνο και ειδικά για μας τους μεσογειακούς λαούς οι γλωσσικές επιρροές είναι αμοιβαίες, υπάρχουν άλλωστε και πολλές αντιδάνειες λέξεις. Το θέμα είναι η δική μας επιλογή, γιατί πολλές από τις ξένες λέξεις μπορούν ν’ αποδοθούν κάλλιστα με ελληνικές. 

6)  Η γενικότερη αμφισβήτηση και κρίση διαχρονικών αξιών, όπως η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια, η επιστήμη, η τέχνη και η παιδεία δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη γλώσσα, η οποία αντανακλά έτσι όλες τις αδυναμίες και τις παθογένειες της εποχής. Αυτό είναι απόρροια του γενικότερου πνεύματος αποδόμησης των πνευματικών και ηθικών αξιών της εποχής μας, από την κυριαρχία του καταναλωτισμού και του μηδενισμού. Η γλωσσική αφασία είναι βολική για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, γιατί όταν οι άνθρωποι πιθηκίζουν γλωσσικά, δεν σκέφτονται καθόλου κριτικά και εύκολα καθοδηγούνται ως αγέλη στη χαύνωση της αφθονίας αγαθών. Σ’ αυτό το διαλυτικό πνεύμα της εποχής εμφιλοχωρούν και πολιτικά πρόσωπα, όργανα ή κόμματα που διαστρέφουν το νόημα των λέξεων ή επινοούν άλλες δικές τους προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις όποιες δημαγωγικές προθέσεις τους (τυποποιημένες εκφράσεις-κλισέ, ¨ξύλινη γλώσσα¨, λαϊκιστική προπαγάνδα, ρητορική επιτήδευση, εθνικιστικές κορόνες, κ.α. ).


Οι συνέπειες του γλωσσικού προβλήματος:

1)  Η αδυναμία έκφρασης, η ασαφής διατύπωση, η ασυνταξία, η ανορθογραφία δημιουργούν δυσχέρειες στην επικοινωνία των ανθρώπων και την απόδοσή τους στο περιβάλλον εργασίας τους. Αυτό το πρόβλημα διαπιστώνεται έντονα στο σχολικό περιβάλλον, που γίνονται εύκολα και οι συγκρίσεις. Συνήθως όσοι εμφανίζουν προφανή αδυναμία στο χειρισμό του λόγου, παρουσιάζουν μια αμηχανία και έλλειψη αυτοπεποίθησης ή φοβούνται να εκφραστούν ελεύθερα, γιατί θεωρούνται από του άλλους απαίδευτοι, ημιμαθείς ή αγράμματοι και αντιμετωπίζονται με προκατάληψη. 

2)   Η γλωσσική ένδεια είναι ανησυχητική ως φαινόμενο, γιατί οδηγεί στον περιορισμό της σκέψης και της αντίληψης των ανθρώπων, γιατί όλες οι λέξεις αντιστοιχούν σε νοήματα και παραστάσεις. Αντίθετα όσο περισσότερες λέξεις γνωρίζουμε, τόσο περισσότερες σκέψεις ή παραστάσεις έχουμε στο μυαλό μας και για να θυμηθούμε τον Βιτγκενστάιν: ¨τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου¨.

3)   Όταν δε σεβόμαστε την εθνική μας γλώσσα και μιλάμε ασυνείδητα με απίθανους νεολογισμούς, βαρβαρισμούς, τυποποιημένες ή αργκό εκφράσεις και ξενόφερτες λέξεις, αποκόπτουμε μια -μια τις ρίζες μας από το παρελθόν και χάνουμε την αίσθηση της ελληνικότητάς μας, την ίδια την εθνική μας ταυτότητα. Η γλώσσα δεν είναι μια τυπική συνήθεια στη ζωή μας να την αλλάζουμε οπότε και όπως εμείς θέλουμε, αλλά σημείο αναφοράς και ενότητας ενός ολόκληρου έθνους, ο¨ καθρέφτης της ψυχής του¨.


Τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος: 

1)  Η γλώσσα διδάσκεται καθημερινά, όχι μόνο στο σχολείο, το φροντιστήριο ή το Πανεπιστήμιο. Παντού! Από μικρά παιδιά μιμούμαστε τη γλώσσα των μεγάλων, γονέων και εκπαιδευτικών, με ευκολία αναπαράγουμε ό, τι ακούμε στην τηλεόραση ή το δρόμο, γιατί η μίμηση είναι ένας τρόπος προσαρμογής μας στο περιβάλλον, ο πιο εύκολος. Ο άλλος, ο πιο δύσκολος, που προϋποθέτει μελέτη βιβλίων, διαρκή μαθητεία και γνώση, ξεκινάει από τα πρώτα σχολικά μας χρόνια και τη βασική εκπαίδευση και επεκτείνεται μετά στη δια βίου μάθηση. Η γλωσσική αγωγή των παιδιών διαμορφώνεται καταλυτικά στο σχολείο από τους δασκάλους και καθηγητές, οι οποίοι οφείλουν να γνωρίζουν και να χειρίζονται σωστά τη γλώσσα, ώστε να αποκτήσουν τα παιδιά ευχέρεια λόγου με λεξιλογικό πλούτο, να συντάσσουν και να γράφουν σωστά. Η ευθύνη αυτή δεν αφορά μόνο τους φιλολόγους, που διδάσκουν γλωσσικά ή θεωρητικά μαθήματα, αλλά και όλους τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν ανεξαιρέτως, γιατί το προσωπικό τους παράδειγμα ή ύφος λόγου υιοθετούν τα παιδιά. Πρέπει για αυτό να παροτρύνουν τους μαθητές τους να μιλούν και να γράφουν σωστά, γιατί ο λαός λέει ¨μ’ όποιο δάσκαλο καθήσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις¨. 

2)  Η πολιτεία οφείλει να αναθεωρήσει την εκπαιδευτική της φιλοσοφία και να ενισχύσει την παιδαγωγική αυτονομία του σχολείου, σε σχέση με την αγορά εργασίας, που υποδεικνύει κάθε φορά την κατεύθυνση και τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών. Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να προστατεύσει και να ενισχύσει τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στη διαχρονική της μορφή, ώστε τα παιδιά να την κατανοήσουν, να την αγαπήσουν και να τη μάθουν καλύτερα. Σ’ αυτή την προσπάθεια πρέπει να συμβάλλουν και τα Πανεπιστήμια στοχεύοντας στην παροχή υψηλότερου επιπέδου σπουδών, καλύτερης εξειδίκευσης και παιδαγωγικής κατάρτισης στους μέλλοντες εκπαιδευτικούς. Ο δάσκαλος και ο καθηγητής δεν «υπηρετεί στο δημόσιο», υπηρετεί ένα ιδανικό, οπότε πρέπει να επιλέγεται αξιοκρατικά, να αξιολογείται στην τάξη και να επιμορφώνεται σταδιακά. 

3) Τα Μ.Μ.Ε και οι δημοσιογράφοι ειδικότερα, καλούνται να διαμορφώσουν το γλωσσικό αισθητήριο των νέων ανθρώπων περισσότερο, γιατί επηρεάζουν τις συνήθειες και τον τρόπο σκέψης τους, λόγω της μεγάλης απήχησης που έχουν στο ευρύτερο κοινό. Μπορούν να αποτρέψουν αυτή τη νεωτεριστική κουλτούρα με τις επίπλαστες λέξεις, που είναι κενές περιεχομένου, τους πολλούς «ξενισμούς», όσο και τα εκφυλιστικά φαινόμενα στη γλώσσα, όπως η χυδαιολογία, η ρυπαρογραφία και γενικώς η ευτέλεια. Αν υπάρχουν τα αυτονόητα όρια ευπρέπειας και ποιότητας στον δημόσιο λόγο τους, γραπτό και προφορικό, θα συνεισφέρουν σημαντικά στη διατήρηση ή και την απόκτηση γλωσσικού ήθους από ένα μεγάλο κομμάτι του αναγνωστικού και κυρίως του τηλεοπτικού τους κοινού. 

4)   Οι πολιτικοί οφείλουν να είναι περισσότερο απαιτητικοί στην καθαρότητα και την ουσία του λόγου, ν’ αποβάλλουν τον βερμπαλισμό, τον στόμφο, τη ρητορική επιτήδευση, την κενολογία, την αμετροέπεια, την κομματική προπαγάνδα, τον λαϊκισμό και την τυποποίηση, γιατί γίνονται συχνά πρότυπα μίμησης από τους οπαδούς τους, και όχι μόνο. Αυτή η γλώσσα των πολιτικών ηχεί παράτονα στ’ αφτιά μας, χρόνια τώρα, από την εποχή της μεταπολίτευσης και πρέπει επιτέλους να ξεφύγει από τον φορμαλισμό και να γίνει πιο αυθεντική και ξεκάθαρη. Ο λόγος των πολιτικών πρέπει να αποκτήσει συνέπεια και καθαρότητα, να γίνει υπόδειγμα σκέψης και σημείο αναφοράς για τον λαό.

Συμπερασματικά: 

   Ο τρόπος που σκεφτόμαστε, μιλάμε και γράφουμε, εκφραζόμαστε κι επικοινωνούμε, είναι συνάρτηση του πνευματικού και ηθικού μας κόσμου, των γνώσεων και των εμπειριών μας. Η γλώσσα έχει ακριβώς αυτή την ενέργεια και τη δύναμη, να συμπυκνώνει μέσα μας μοναδικά όλες τις γνώσεις και τις εμπειρίες της ζωής μας, όλο τον κόσμο των αισθήσεων και των νοητικών παραστάσεων. Η γλώσσα δεν είναι μόνο ένας κώδικας σημείων, ένα απλό εργαλείο καθημερινής χρήσης ή ένας θεσμός της κοινωνίας, αλλά όλος ο κόσμος της νόησης και της φαντασίας. Γι’ αυτό ο καθένας μας οφείλει να έχει γλωσσική παιδεία, γνώση και ευαισθησία, από ανάγκη καλύτερης αυτοσυνείδησης και περισσότερης ελευθερίας.




     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου