Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΑΝΤΙΓΟΝΗ, «Οὒτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν»




                                                         Παπατσίρος Απόστολος
                                                                              Φιλόλογος

 ¨Ο αποφθεγματικός λόγος στην ΑΝΤΙΓΟΝΗ  του  ΣΟΦΟΚΛΗ

Αντιγόνη:
-Δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ.   (στίχος 523).

  Σπάνια στην παγκόσμια λογοτεχνία και ποίηση συναντάμε τόσο ξεκάθαρο και απλοϊκό μήνυμα με τόσο σπουδαίο νόημα διαχρονικά. Είναι η αυθεντική διατύπωση της πιο αρχέγονης και ακατάλυτης αγάπης πολύ πριν το κήρυγμα του χριστιανισμού ή το κίνημα του Ουμανισμού του 14ου-15ου αιώνα. Η Αντιγόνη διακηρύσσει περήφανα ότι δε γεννήθηκε για να μισεί, αλλά μόνο ν’ αγαπά. Να αγαπά γιατί γεννήθηκε άνθρωπος, γιατί μόνο η εκ φύσεως αγάπη μπορεί να αρνηθεί τη βία, που γεννούν το μίσος και η κακία, τα οποία είναι επίκτητα στοιχεία στη ζωή μας. Η αγάπη αυτή όμως δεν είναι προϊόν ηθικής αγωγής και παιδείας, αλλά μια υπαρξιακή δύναμη κι ένας ανώτερος φυσικός προορισμός στη ζωή των ανθρώπων. Η αγάπη αυτή δεν είναι μόνο συναίσθημα και σκέψη, είναι βίωμα και πράξη που διώχνει τη δειλία και τον φόβο του θανάτου. Είναι ίσως η μόνη ελπίδα για να σωθεί ο κόσμος. Να νιώσει τον πόνο και την ανάγκη του άλλου, να συναισθανθεί τη μοίρα του και κατά συνέπεια το χρέος του. Για κάθε λογικό και αισθαντικό άνθρωπο η αγάπη είναι το αληθινό νόημα και η ουσία της ύπαρξής του.

 
 
  Βέβαια η Αντιγόνη έχει όλα εκείνα τα ιδεαλιστικά στοιχεία, και ρομαντικά ίσως, που έχουν οι μάρτυρες και οι ήρωες, οι οποίοι θυσιάζονται για τους άλλους, γιατί εξακολουθούν να πιστεύουν σε υψηλές αξίες και ¨ουτοπικά¨ ιδανικά. Η φωνή της γίνεται κραυγή που διαπερνά το φράγμα του χρόνου. Ακούγεται το ίδιο ηχηρή και ζωντανή ανά τον κόσμο και τους αιώνες. Η Αντιγόνη ενδύεται περιβολή Αγίας, μυεί τους αδαείς στον κόσμο των αρετών, των υπερκόσμιων αξιών και υποδεικνύει, αψηφώντας τον θάνατο, τον δρόμο της αληθινής ελευθερίας. Η αγάπη εξάλλου με τη λυτρωτική, τη συγχωρητική της δύναμη ελευθερώνει τον άνθρωπο από την ιδιοτέλεια και τη μικροψυχία, τον απαλλάσσει από τον φθόνο και την αντιζηλία, το μίσος και την κακότητα. Είναι το πιο αγνό και ευγενές συναίσθημα που υμνήθηκε και τραγουδήθηκε όσο κανένα άλλο. Η απουσία της στον κόσμο είναι η πηγή του κακού, η αιτία της πτώσης και της δυστυχίας των ανθρώπων. Το μίσος αντίθετα μεγαλώνει την έχθρα μεταξύ τους, εξαχρειώνει συνειδήσεις, γεννά τη βία και τον πόλεμο και καταστρέφει τα έργα της ειρήνης. Το μίσος που είναι ενδημικό και χωρίζει τους ανθρώπους, ακόμα και τ’ αδέρφια, όπως εδώ ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, είναι κατάρα μεγαλύτερη κι απ’ τη φτώχεια, γιατί όπως πίστευαν οι αρχαίοι συνεχίζεται και μετά θάνατον, ακόμα και στο βασίλειο του Άδη (πρβ. στ.522, ΚΡ. Οὔτοι ποθ’ οὑχθρός, οὐδ’ ὅταν θάνῃ, φίλος). Γι’ αυτό τα λόγια της Αντιγόνης ¨ξορκίζουν¨ όχι μόνο το κακό από το μίσος που δίχασε και σκότωσε τ’ αδέρφια της, αλλά και το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Είναι μια κραυγή βγαλμένη από τη θλίψη της, την απελπισία της και την αγωνία της. Η οδύνη της τη γεμίζει με πάθος και καρτερία, με πίστη και αυταπάρνηση για αυτό και ο λόγος της είναι κριτικός, αποφαντικός και δραματικός μαζί.

             

   Ο Σοφοκλής με το απόφθεγμα αυτό παραπέμπει στον κλασικό ανθρωπισμό της εποχής του, σύμφωνα με τον οποίο η αγάπη ήταν εγγενής προορισμός του ανθρώπου, όχι θρησκευτική εντολή ή κοινωνική υποχρέωση. Στην Αντιγόνη απλά βρίσκει την ιδανική ηρωίδα για να προβάλλει με την υπέροχη φράση και την αγέρωχη στάση της την αγάπη για τον άνθρωπο (αλτρουϊσμός). Εδώ δε μιλάει για την αγάπη την αδερφική ή τη συγγενική, ούτε βεβαίως για τον έρωτα. Για τον έρωτα θ’ αφιερώσει άλλωστε ένα ολόκληρο χορικό-ύμνο (Έρως ανίκατε μάχανστίχοι 781-800) στο Γ΄ Στάσιμο.

Για ποιήματα για τον έρωτα πατήστε εδώ: http://papatsiros.blogspot.gr/2015/04/blog-post_20.html    

                                           
                                                           

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Μίλτος Σαχτούρης: ένας ¨εικαστικός¨ avant garde ποιητής

                                                                                                               
 
  Κεφάλι μου γεμάτο όνειρα
  χέρια μου γεμάτα λάσπη

                                                                                                                                                                                                                                                                          
Του θηρίου

Μη φεύγεις θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια
θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
θα σου δώσω ένα λαγήνι
θα σου δώσω κι ένα κοντάρι
θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις

Θα σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια
να δεις τα βαπόρια πως τρώνε τις άγκυρες
πως σπάζουν στα δυο τα κατάρτια
κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες

Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι
να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ
θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι
και το σκύλο ουρανό
που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι

θα σου βρω πάλι τους ίδιους στρατιώτες
αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια
με την τρύπα πάνω απ’ το μάτι
κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα τις πόρτες
με κομμένο το χέρι

θα σου βρω πάλι το σάπιο το μήλο

Μη φεύγεις θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια 

 

Η σκηνή

Απάνω στο τραπέζι είχανε στήσει
ένα κεφάλι από πηλό
τους τοίχους τους είχαν στολίσει
με λουλούδια
απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί
δυο σώματα ερωτικά
στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και πεταλούδες
ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στη γωνιά

Σπάγγοι διασχίζαν το δωμάτιο απ’ όλες
τις πλευρές
δε θα ‘ταν φρόνιμο κανείς
να τους τραβήξει
ένας από τους σπάγγους έσπρωχνε τα σώματα
στον έρωτα

Η δυστυχία απ’ έξω
έγδερνε τις πόρτες 





Ο ποιητής

Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
γύρω θά 'χει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανός
μιά υποψία θάλασσας θα υπάρχει
κι έν' άσπρο πουλί, από πάνω, θ' απαγγέλλει μέσα
σ' ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.

  

Ο στρατιώτης ποιητής

Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.

Τη μιαν ημέρα έτρεμα,
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο,
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.

Δεν έχω γράψει ποιήματα,
δεν έχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω. 



Κάτι επικίνδυνα κομμάτια

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
χάος
είν’ η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός

Άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ' αγοράζουν

εγώ δεν τα πουλώ

οι άνθρωποι
τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε

εγώ δεν τα πουλώ. 



     
Marc Chagal: ¨Ο ποιητής¨ (1911)
 
Το κεφάλι του ποιητή


Έκοψα το κεφάλι μου
το ’βαλα σ’ ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου

—Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε

το ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει

το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου

γύριζα έξαλλος τους δρόμους

με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή 


 

Οι απομείναντες

Όμως υπάρχουν ακόμα λίγοι άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση η ζωή τους
υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης

η Fraülein Ramser
και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες

οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι

ψάξε καλά βρες τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικά
γιατί όσο παν και λιγοστεύουν
λιγοστεύουν


 

Ο τρελός λαγός


Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες

Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές
ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος

Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα


Η αγρύπνια

Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί ένας νέος θεός μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τη μαύρη πίκρα



 

Η ιστορία ενός παιδιού

Χρόνια
ο ουρανός
ήτανε ένα δύσκολο χαρτί
κρυμμένο
μέσ’ στην τσέπη μου
και μέσ’ στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα
αίμα
γιατί βροχή
πέφταν οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό
τσακίζοντας κρέατα
και κόκαλα

Έτσι σαν ήρθε η Ανάσταση
ντυμένος μαύρα
μ’ ένα κόκκινο κερί
βγήκα
τρελός
στους δρόμους

ήμουνα ένα κίτρινο
πουλί
σαν κι αυτά που ζωγράφιζε
ο Modigliani

ποτέ μου
ποτέ μου
δεν είχα γεννηθεί 



 
Το καναρίνι

Τον έστησαν εκεί
οπού φυσάει ο πιο άγριος άνεμος
τον έταξαν στις παγωνιές
του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο
και μια γραβάτα κόκκινη
έναν ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει
μαύρα γυαλιά αίμα πάνω στο δηλητήριο
ένα κοντάρι κι ένα καναρίνι
τον έστησαν εκεί οπού τινάζεται ο πόνος
τον έδωσαν στο θάνατο
να λάμπει ασημένιος 



 

Ο Άρχοντας

Τ’ άγριο σκοτεινό παλάτι θα φωτίσω
εκτυφλωτικά
θα ρίξω χρώματα παντού

σε μια γωνιά
ο δ ρ ά κ ο ς
θα είναι ένα κλωνάρι
ανθισμένη
αμυγδαλιά

γιατί εφέτος στ’ αλήθεια εφοβήθηκα
την παγωνιά τη μοναξιά το κρύο
κι αυτά τα ελάφια που περνούσαν ύπουλα
τη νύχτα
κάτω απ’ την ψυχή μου


 

 Ο Ελεγκτής

 

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.




Έζησα κοντά
Μνήμη Γιώργου Μακρή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
Στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
Στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς
Κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους




Οι εχθροί της Άνοιξης

Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.

Αυτή όμως
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
(για) να τους στραβώσει.


  
Τα σύννεφα

Τα σύννεφα έφυγαν
ένα ένα
όμως στη θέση τους
ήρθαν άλλα σύννεφα
πιο άγρια
πιο μανιασμένα
πιο φοβερά

Λένε πως είμαι καλός
οι καλοί άνθρωποι
που δε με ξέρουν
όπως με ξέρουν τα σκυλιά
όπως με ξέρουν
οι αετοί
και τα μυρμήγκια

Έρημος
στους βρεγμένους δρόμους
με τα ξένα αδιάβροχα
με τα βασανισμένα χέρια
τις σάλπιγγες
τα φαντάσματα
και τις γύρω απειλές

σας Χαιρετώ